Κατερίνα Μιχαηλίδου
Όπως κάθε πρωί, η Πέπερ ξύπνησε την Μαξίν, της έφερε τα ρούχα της και της ετοίμασε το πρωινό της. Η Μαξίν ήταν ένα κορίτσι 11 χρόνων και η Πέπερ ήταν το ρομπότ που τους είχε στείλει η κυβέρνηση του τόπου τους για να τους υπηρετεί.
Ήταν ρομπότ τελευταίας γενιάς, δεν έμοιαζε με μηχανή όπως αυτά που είχε δει η Μαξίν σε παλιές φωτογραφίες. Έμοιαζε με άνθρωπο, είχε πρόσωπο και χαρακτηριστικά γυναίκας, η φωνή της ήταν ανθρώπινη, η συμπεριφορά του προσομοίαζε την ανθρώπινη, μερικές φορές έπαιρνε εκφράσεις λύπης, χαράς. Χαμογελούσε κιόλας. Είχε προγραμματιστεί να κάνει συγκεκριμένα πράγματα για την κάθε μέρα του χρόνου. Σήμερα ήταν 6 Νοεμβρίου του 2123 και είπε στη Μαξίν ότι έπρεπε να την ακολουθήσει στην πλατεία της πόλης.
Η Μαξίν είχε ακούσει ότι πριν από πολλά χρόνια τα παιδιά πήγαιναν σε κάτι που λεγόταν σχολείο και μάθαιναν διαφορά πράγματα. Τώρα όμως η εκπαίδευση και η γνώση τους περνούσε μέσα από τους υπολογιστές. Επίσης είχε ακούσει ότι τα παιδιά συναντιούνταν στους δρόμους και έπαιζαν. Η αλήθεια είναι ότι η Μαξιν αυτό δεν το καταλάβαινε, τι θα πει έπαιζαν όλα μαζί στους δρόμους;
Όταν έφτασαν στην πλατεία είδε και άλλα παιδιά. Τα ρομπότ τους εξήγησαν ότι θα έπρεπε να φορέσουν μια μάσκα και ότι θα ζούσαν την εμπειρία μιας εικονικής πραγματικότητας σε έναν άλλο πλανήτη.
Έτσι, η Μαξίν βρέθηκε να περπατάει σε μια ζούγκλα περιτριγυρισμένη από τεράστια φυτά, άκουσε γρυλίσματα από άγνωστα τεράστια ζώα με χαυλιόδοντες και μακρύ τρίχωμα, πουλιά με τόσο μεγάλες φτερούγες ώστε η γη από κάτω σκοτείνιαζε.
Τρομαγμένα ζώα έτρεχαν να κρυφτούν από ζώα-κυνηγούς που περπατούσαν στα δυο τους πόδια με στήριγμα την ουρά τους. Αυτά ήταν τα πιο τρομερά, σκότωναν ακόμα και μεγαλύτερα σε μέγεθος με τα κοφτερά τους δόντια. Από τη θάλασσα έβγαιναν στη στεριά ψάρια που όμως μπορούσαν να έρπουν. Η Μαξίν έβγαζε κάπου κάπου κραυγές τρόμου, όμως ήξερε ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν εκεί. Μετά, βρέθηκε σε κάποια πόλη γεμάτη ερείπια και χαλάσματα. Ανάμεσα στα χαλάσματα διέκρινε ένα πέτρινο χέρι που κρατούσε έναν πυρσό, μετά σε μια άλλη πόλη ήταν πεσμένος ένα πύργος φτιαγμένος από σίδερο, σε μια άλλη πόλη πεσμένες κολόνες με περίτεχνα σκαλίσματα, και σε μια άλλη παντού τεράστιοι ορθογώνια βράχια σκορπισμένα παντού και λίγο παραπέρα μια τριγωνική κορυφή φτιαγμένη και αυτή από βράχο.
Όταν γύρισε στην πραγματικότητα, ήταν πια μεσημέρι, είπε όσα είχε δει στην Πέπερ και αυτή που είχε απεριόριστες γνώσεις της εξήγησε. Ο πλανήτης στον οποίο μεταφέρθηκαν ήταν η Γη, ο ανθρώπινος πολιτισμός είχε καταστραφεί πριν από 80 περίπου χρόνια από τα πυρηνικά όπλα. Αυτά τα ερείπια που είδε ήταν από μέρη που είχαν ευημερήσει όπως η Νέα Υόρκη, το Παρίσι, η Αθήνα και η Αίγυπτος. Η φύση όμως είχε αρχίσει να αναπτύσσεται από την αρχή. Κάποιοι τυχεροί και πλούσιοι άνθρωποι όπως η γιαγιά της και ο παππούς της μεταφέρθηκαν στον πλανήτη που ζούσαν σήμερα. Της εξήγησε ότι ζωή τώρα ελέγχεται περισσότερο από τους υπολογιστές και τα ρομπότ, αφού αυτά δεν έχουν τα πάθη των ανθρώπων και αφού οι άνθρωποι απέτυχαν ήδη κατά τη διάρκεια της ιστορίας
Το απόγευμα η Μαξίν συνδέθηκε μέσω του υπολογιστή με τα αλλά παιδιά και συζήτησαν για την πρωινή τους εμπειρία. Δεν ήξερε τα ονόματά τους, μόνο τις εικόνες τους από τα άβαταρ που είχαν δημιουργήσει.
Μερικά ηλεκτρονικά παιχνίδια της κράτησαν συντροφιά μέχρι το βράδυ που γύρισαν οι γονείς της.
Σήμερα η μαμά της, της έδωσε κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Της είπε ότι λέγεται βιβλίο, είχε τυπωμένες λέξεις και όμορφες εικόνες. Το είχε φέρει η γιαγιά της μαζί της όταν έφυγαν από την γη. Από έξω έγραφε «Τα παραμύθια του Άντερσεν».
Το πήρε μαζί της στο κρεβάτι της, για να το ξεφυλλίσει, όμως την πήρε γρήγορα ο ύπνος.
Σε λίγο η 6η Νοεμβρίου 2123 θα τελείωνε.