Νόπη Γραικούση
Μια φορά κι έναν καιρό στο χωριό των νάνων, που βρισκόταν κάτω από ένα πελώριο μανιτάρι, ζούσε ένας νάνος που ήθελε να ανέβει ψηλά στη γη να γνωρίσει τον κόσμο. Αυτό όμως απαγορευόταν και κανείς δεν τολμούσε να παραβεί τον νόμο.
Ο νάνος αυτός όμως… δεν ησύχαζε. Όλο ρωτούσε γιατί. Γιατί δεν μας το επιτρέπουν; Με ποιο δικαίωμα; Τι κρύβεται εκεί έξω; Γιατί να μην μπορώ να ταξιδέψω; Και άλλα παρόμοια γιατί.
Η οικογένειά του και οι φίλοι του αλλά και ο δάσκαλός του, προσπαθούσαν να τον συνετίσουν. Και όλοι εξέθεταν τις απόψεις τους. «Δεν ξέρεις τι θα βρεις εκεί που θα πας», «Μπορεί να σου κάνουν κακό», «Για να το απαγορεύουν, γνωρίζουν κάτι περισσότερο», «Και αν σε πιάσουν την ώρα που θα φεύγεις;» «Είναι πολύ σκληρή η τιμωρία, το γνωρίζεις».
Κανείς όμως δεν μπορούσε να πείσει τον νάνο. Αυτή η απαγόρευση τον έσπρωχνε από μόνη της να την παραβεί. Το άσχημο ήταν ότι δεν μπορούσε να πάρει πληροφορίες από κανέναν. Σιγά-σιγά μαθεύτηκε πως ο νάνος ήθελε να φύγει και η αστυνομία τον παρακολουθούσε στενά. Αποφάσισε για λίγο καιρό να καθίσει φρόνιμος και να διαβάζει πολύ. Διάβασε όλα τα βιβλία της σχολικής βιβλιοθήκης και ζήτησε να μπορεί να παίρνει βιβλία και από την δημοτική τους βιβλιοθήκη. Προκειμένου να παραμείνει ήσυχος, οι αρχές του έδωσαν την άδεια. Έτσι κάθε δεύτερη μέρα διάβαζε ένα καινούριο βιβλίο.
Ο κόσμος των βιβλίων ήταν μαγικός. Άρχισε να ψάχνει τα παλιά βιβλία, θέλοντας να ανακαλύψει την ιστορία τους. Κι έτσι μια μέρα στο πιο ψηλό ράφι της βιβλιοθήκης βρήκε ένα πολύ παλιό σκονισμένο βιβλίο, που κανείς δεν αναζητούσε. Μην μπορώντας να το κατεβάσει, γιατί ήταν σε διπλάσιο μέγεθος από το ύψος του, ο νάνος παρέμεινε στο ράφι και άρχισε με προσοχή να ξεφυλλίζει το βιβλίο. Προς μεγάλη του έκπληξη, ήταν αυτό ακριβώς που ζητούσε. Με κίνδυνο να γκρεμιστεί άρχισε να χοροπηδά από την χαρά του. Σύντομα όμως συνήλθε και με προσοχή σκέπασε το βιβλίο με ένα χαλάκι. Είχε καταλάβει πως το βιβλίο ανήκε στα απαγορευμένα .
Έτσι έμαθε πως στον μεγάλο πόλεμο που είχαν με τους γίγαντες, πάρα πολλά χρόνια πριν, νικήθηκαν. Με την βοήθεια μιας καλής μάγισσας κατάφεραν να ξεφύγουν και οι νεράϊδες τους παραχώρησαν το τεράστιο μανιτάρι για να ζήσουν ελεύθεροι, αλλά με την υπόσχεση ότι ποτέ κανένας νάνος δεν θα ανέβαινε ψηλά στη γη για να γνωρίσει τον κόσμο. Οι γίγαντες καιροφυλακτούσαν για τυχόν επιζώντες νάνους. Έπρεπε να αποφευχθεί ένας καινούριος πόλεμος.
Ο νάνος είχε λύσει τις απορίες του, όμως ήταν απογοητευμένος. Έπρεπε να θυσιάσει τα όνειρά του για το καλό του χωριού τους. Μετά από πολύ σκέψη, αποφάσισε να ζητήσει ακρόαση από τον αρχηγό τους. Ήθελε να του ζητήσει να συζητήσουν και πάλι με τις νεράϊδες. Να μάθουν αν κάτι άλλαξε με τα χρόνια. Γιατί ουσιαστικά δεν ήσαν ελεύθεροι, απλά ζούσαν περιορισμένοι σε έναν τόπο. Όφειλαν όλοι μαζί να αναζητήσουν την αληθινή ελευθερία.
ΤΕΛΟΣ

Ωραία ιδέα, Βρήκε μέσα στο βιβλίο αυτά που απαγορευόταν να μάθει στον έξω κόσμο. Η ανήσυχη φύση πάντα βρίσκει τρόπους.