Μαρία Πουλαντεράκη
«Μαμά, ποιανού είναι αυτό το βραβείο, στο ράφι του δωματίου σου;», ακούστηκε η φωνή της Βάλιας, της κόρης της Δήμητρας. Οι δυο γυναίκες άνοιγαν κιβώτια και τακτοποιούσαν πράγματα στο πατρικό της Δήμητρας, όπου αναγκάστηκαν να μετακομίσουν μετά το διαζύγιο και τη δεινή οικονομική τους κατάσταση μετά από παρότρυνση των γονιών της. Η Βάλια περιεργαζόταν ένα ομοίωμα αθλητικού παπουτσιού σε χρυσαφί απόχρωση, όταν η μητέρα της μπήκε . Κάθισε πλάι της, πήρε το βραβείο στα χέρια της και ξεκίνησε να διηγείται την ιστορία του.
«Όταν ήμουν δεκατεσσάρων, η γυμνάστριά μας με προέτρεψε να πάρω μέρος στον αγώνα δρόμου παγκορασίδων εκείνης της χρονιάς. Είχα εξαιρετικές επιδόσεις στις δοκιμές του σχολείου και θεωρούσε πως ήμουν ένα ανερχόμενο αστέρι. Με τη βοήθειά της, με επιμονή και υπομονή, ξεκίνησα εντατικές προπονήσεις και ειδική διατροφή. Οι αγώνες έγιναν και βγήκα πρώτη! Αυτό είναι το βραβείο μου! Με την ενθάρρυνση της γυμνάστριας και των προπονητών μου, μπήκα σε κανονικό πρόγραμμα. Ακολούθησαν πολλές διοργανώσεις, σκληρή προσπάθεια, διακρίσεις. Ονειρευόμουν το βάθρο των ενηλίκων, βλέπεις. Η ζωή όμως, είχε άλλα σχέδια. Παντρεύτηκα, απέκτησα εσένα, το ποτάμι με πήγε μακριά από τα όνειρά μου. Δεν παραπονιέμαι, οι διαδρομές αλλάζουν. Έχω εσένα, νιώθω ευλογημένη και τυχερή. Είσαι το μεγαλύτερο βραβείο!