Μαίρη Κολοβού
Ο μπάρμπα Χρήστος ζει μόνος του σε ένα ορεινό χωριό. Ο γιος του, επιτυχημένος γιατρός στην πρωτεύουσα, είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά 7 και 10 ετών. Εδώ και πέντε χρόνια δεν έχουν επισκεφτεί τον μπάρμπα Χρήστο, παρά μόνο τηλεφωνούν αραιά. Φέτος, όμως, ο γιος του τού ανακοίνωσε πως θα ανέβουν όλοι μαζί για να περάσουν τα Χριστούγεννα κοντά του. Ο μπάρμπα Χρήστος πέταξε από τη χαρά του. Ετοίμασε το σπίτι, να το βρουν καθαρό και περιποιημένο και περίμενε μετρώντας τις μέρες. Λίγο πριν την άφιξή τους όμως, δέχτηκε ένα δεύτερο τηλεφώνημα. Η επίσκεψη ακυρωνόταν… Ο κόσμος του κατέρρευσε. Κρύος ιδρώτας γέμισε το κορμί του. Γύρισε, άφησε το τηλέφωνο και κάθισε στον καναπέ. «Κρίμα.», είπε μόνος του. Τόσα ψώνια, τόσα δώρα, τόσος κόπος. Κι ας είναι, αλλά η μοναξιά χτύπησε και πάλι τη πόρτα του. Πόνεσε η καρδιά του. Οι άνθρωποι, κι ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι, δεν πρέπει να μένουν μόνοι τους στις γιορτές. Έβλεπε έξω από το παράθυρο, χωρίς να βλέπει! Άκουγε τον αέρα να βουίζει, όπως βούιζε και το κεφάλι του. «Αχ Άννα μου», σκέφτηκε τη συγχωρεμένη τη γυναίκα του. Αν είχα τουλάχιστον εσένα! Εκείνη τη στιγμή με την άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση. Ανασηκώθηκε λίγο κι είδε μια γυναικεία φιγούρα στο κρύο. Το πρώτο που παρατήρησε ήταν ότι δεν φορούσε ένα παλτό με τέτοιο κρύο και μετά είδε ότι κουβαλούσε έναν μεγάλο μπόγο. Την παρακολούθησε για λίγο και την είδε να κάθεται κάτω από τη τέντα ενός μαγαζιού. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, και ξεχνώντας για λίγο τον δικό του πόνο, σηκώθηκε, πήρε το παλτό του και την πλησίασε. «Τι κάνεις εδώ, γυναίκα; Θα πεθάνεις από το κρύο.»
«Δεν έχω πού να πάω, παππού.» Απάντησε η κοπέλα με φωνή που μόλις έβγαινε. «Καλά, δεν έχεις σπίτι;» Τότε η κοπέλα άρχισε να κλαίει κι αμέσως ακούστηκε κι η αδύναμη φωνούλα ενός μωρού. Ο παππούς κατάλαβε ότι ο μπόγος ήταν ένα μωρό τυλιγμένο στο παλτό της κοπέλας. Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου, την πήρε από το χέρι και της είπε. «Έλα γρήγορα στο σπίτι μου. Αλλιώς θα πεθάνεις κι εσύ κι το μωρό σου από το κρύο.» Η κοπέλα σάστισε, αλλά τον ακολούθησε. Άλλωστε, τι κακό θα μπορούσε να της κάνει ένας παππούς; Μέσα στο σπίτι ο μπάρμπα Χρήστος έβαλε την κοπέλα κοντά στο τζάκι, της έδωσε κάποια ρούχα της γυναίκας του κι έφερε καθαρή κουβέρτα για το μωρό. Κι αφού τάισαν το μωρό με φρέσκο γάλα από τα κατσίκια του, έβαλε μπροστά στη κοπέλα ένα πιάτο με ζεστή σούπα κι ένα δικό του κι έφαγαν. Έμαθε ότι ο άντρας της κοπέλας είχε πεθάνει κι οι γονείς του πήγαν στο σπίτι τους κι έβγαλαν έξω με το ζόρι τη κοπέλα και το μωρό. Δεν πρόλαβε να πάρει τίποτα μαζί της. Ούτε ρούχα, ούτε χρήματα. Έτσι προπαραμονή των Χριστουγέννων βρέθηκε στον δρόμο με το μωρό και με κίνδυνο να πεθάνουν και οι δύο από το κρύο. «Μα τι κακός κι εκδικητικός είναι ο κόσμος.», είπε ο παππούς και συνέχισε. «Πώς είναι το όνομα σου κορίτσι μου;» «Άννα με λένε.», απάντησε εκείνη. «Άννα!», αναφώνησε με έκπληξη ο παππούς. «Αχ Άννα μου, έχεις δίκιο… αυτό είναι το σημάδι σου. Σ’ ευχαριστώ!» Η κοπέλα τον κοίταζε απορημένη. Δεν καταλάβαινε. Ο παππούς της εξήγησε ποια ήταν η Άννα, της είπε και για την ακύρωση της τελευταίας στιγμής. Μετά της είπε πως από εκείνη τη στιγμή αυτό θα ήταν το σπίτι της. Είναι καλύτερη η ζωή όταν έχεις παρέα!
ΤΕΛΟΣ