Μαρία Πουλαντεράκη
Είμαι καθισμένη στο κρεβάτι μου, όταν ξαφνικά το μέρος του τοίχου που βρίσκεται μπροστά μου ανοίγει και ένα απόκοσμο εκτυφλωτικό φως εισβάλλει στο δωμάτιο. Νιώθω να έλκομαι από το φως και παρά τη θέλησή μου σηκώνομαι από το κρεβάτι. Διαπιστώνω ότι δεν περπατώ, δεν πατώ στο έδαφος, αλλά πάνω σε κάτι που μοιάζει με σύννεφο. Σε λίγο το φως με καταπίνει και μετά από λίγο, αρχίζει να ελαττώνεται η φωτεινότητά του. Τώρα βλέπω, μπορώ να διακρίνω πως βρίσκομαι σε ένα τοπίο ειδυλλιακό. Κάτω από τα πόδια μου, απλώνεται ένα καταπράσινο χαλί, γεμάτο όμορφα και ευωδιαστά λουλούδια, μία ονειρεμένη κοιλάδα. Πέρα μακριά, βουνά χαμηλά κατάφυτα συμπληρώνουν το κάδρο. Στέκομαι αναποφάσιστη. Νιώθω ανάλαφρη και παράξενα ασφαλής.
Ξαφνικά μια μορφή εμφανίζεται από μακριά και πλησιάζει με ανάλαφρο βήμα. Φοράει ένα λευκό μακρύ φόρεμα και περιβάλλεται από ένα απαλό καθησυχαστικό φως. ‘Όταν φτάνει δίπλα μου, ένα χέρι πιάνει το δικό μου και μια γλυκιά γνώριμη φωνή φτάνει στα αυτιά μου: “Ήθελα τόσο να σε δω, μου έχεις λείψει, τόσο πολύ. Ας περάσουμε λίγο χρόνο μαζί”. Μια περίεργη ανατριχίλα διατρέχει το κορμί μου, το μυαλό μου σταματά. “Αποκλείεται”, μου λέει η λογική που αρνείται να πειστεί , αλλά αυτό διαρκεί για ελάχιστα λεπτά μόνο. Γιατί κατόπιν, η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, τα μάτια μου θολώνουν. Εκεί δίπλα μου είναι η Ράνια, η καλύτερή μου φίλη. Έχω χρόνια να την δω. Πόσα; Ο χρόνος μπερδεύεται, χάνεται.
Περπατάμε μαζί, εκείνη με οδηγεί σε έναν κόσμο απίστευτης ηρεμίας και γαλήνης. Μιλάμε, συζητάμε λες και χωριστήκαμε μόλις χθες. Ζητάει να μάθει για την οικογένεια, τους φίλους μας. Κι εγώ της μιλάω ασταμάτητα και την κοιτάζω σαν να θέλω να αποτυπώσω την εικόνα της μέσα στην καρδιά μου. ‘Οχι ότι έφυγε ποτέ από μέσα μου. Αλλά τώρα έχω τη δυνατότητα να την ξαναδώ, να την αγκαλιάσω, να την ακούσω.
Εκείνη με ένα μόνιμο χαμόγελο, με ξεναγεί σε αυτή τη χώρα, την γεμάτη χρώματα, λουλούδια και προπαντός ατελείωτη αίσθηση ασφάλειας και ηρεμίας.
Είναι και η ίδια, γαλήνια σαν να μην υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα, καμία δυσκολία, τίποτα που να ταράζει τον κόσμο. Σιγά σιγά, νιώθω κι εγώ αυτό το πολύτιμο συναίσθημα να με κατακλύζει. Εκείνη, μου θυμίζει, όμορφες στιγμές από το σχολείο και από την κοινή ζωή μας. Γελάμε ευτυχισμένες και χαρούμενες και οι δύο, σαν παιδιά.
Περπατώντας, φτάνουμε σε ένα σημείο όπου το πράσινο χαλί σταματά σε έναν δρόμο. Στην άλλη άκρη, το απέραντο λιβάδι συνεχίζεται, μέχρι τα ριζά των χαμηλών βουνών. Κάνω ένα βήμα, να περάσω απέναντι. Η φίλη μου, μου σφίγγει το χέρι, με κρατάει πίσω και μου ψιθυρίζει να μην συνεχίσω. Την κοιτώ με απορία. Με κοιτάζει κι εκείνη με αγάπη και μου λέει:
“Μέχρι εδώ μπορείς να πας. Δεν επιτρέπεται να περάσεις το δρόμο. Όχι ακόμη. Εδώ θα αποχαιρετιστούμε”.
Δεν καταλαβαίνω, θέλω να συνεχίσω, θέλω να μείνω κι άλλο μαζί της. Μα εκείνη, αφήνει σιγά σιγά το χέρι μου, μου χαμογελάει γλυκά αποχαιρετώντας με και διασχίζει το δρόμο. Τη φωνάζω, μα δεν γυρίζει πίσω και χάνεται, ξεθωριάζει, ολοένα και περισσότερο. Μένω μόνη. Δεν ξέρω που να πάω. Και τότε, ξυπνάω. Είμαι στο κρεβάτι μου. Στο μυαλό μου έρχονται εικόνες, νιώθω ηρεμία κι ένα άρωμα γλυκό φτάνει στα ρουθούνια μου. Και θυμάμαι, στιγμή στιγμή, ολόκληρο το όνειρο. Κλαίω, μα παραδόξως, αισθάνομαι και γαληνεμένη, προστατευμένη. Νιώθω παρηγορημένη γιατί είδα πως είναι εκείνη ήρεμη και γαλήνια. Συνάντησα την καλύτερή μου φίλη, που αγαπούσα τόσο και που την στερήθηκα άδικα. Έφυγε τόσο νέα. Πάνε κιόλας σχεδόν τριάντα χρόνια.
Μέχρι εδώ μπορείς να πας. Δεν επιτρέπεται να περάσεις το δρόμο. Όχι ακόμη. Εδώ θα αποχαιρετιστούμε”. Μου αρέσει ιδιαίτερα αυτή η πρόταση. Μπράβο στη Μαρία