Κατερίνα Μιχαηλίδου
Ένα μικρό σκάφος σταματάει μεσοπέλαγα. Ο καπετάνιος αδύνατος με εμφανή τα σημάδια στο πρόσωπο του από την αλμύρα και τον ήλιο μας λέει “Εδώ είναι το καλύτερο σημείο, ετοιμαστείτε”. Εγώ φοράω τη στολή μου, τα βατραχοπέδιλα μου και κάνω τον τελευταίο έλεγχο στον αναπνευστήρα και τη μπουκάλα με το οξυγόνο.
Μια βαθιά ανάσα και βουτάω, μαζί με εμένα και οι φίλοι μου. Οι ακτίνες του ήλιου χρυσίζουν μέσα στο νερό, αφήνω το σώμα μου να βυθιστεί, για λίγο δεν βλέπω τίποτα και αμέσως μετά αρχίζει η μαγεία του βυθού.
Ένα κοπάδι πολύχρωμα εξωτικά ψάρια περνάει από δίπλα μου και από πίσω τους μερικά ακόμα με μεγάλες διχαλωτές ουρές που “ανεμίζουν” μέσα στο νερό.
Τα ακολουθώ και με οδηγούν στον ύφαλο που βλέπω κοράλλια, με υπέροχα χρώματα, ανεμώνες της θάλασσας και ανάμεσα τους μικρά άσπρο-κόκκινα ψαράκια, είναι αστεία και μου θυμίζουν τον Νέμο. Συνεχίζω να κολυμπώ, λίγο πιο κάτω ανάμεσα στα βράχια ξεχωρίζουν οι φωλιές από άλλα ψάρια που “σκάνε μύτη” και με κοιτάνε με περιέργεια. Εδώ βλέπω και τα πιο μεγάλα καβούρια που έχω δει ποτέ και μερικά από τα γαλάζια χταπόδια για τα οποία είναι γνωστή αυτή η περιοχή, τα δείχνω στους φίλους μου που κολυμπούν γύρω μου.
Ένα μεγάλο ψάρι με περίεργη μουσούδα με πλησιάζει απλώνω το γαντοφορεμένο χέρι μου και το αγγίζω, μου δίνει την αίσθηση ότι του αρέσει. Το ψάρι με οδηγεί σιγά σιγά στην επιφάνεια. Το ρολόι στο χέρι μου δείχνει ότι έχει φτάσει η ώρα να ανεβώ στο σκάφος, θέλω όμως να μείνω ακόμα λίγο.
Δυστυχώς το ξυπνητήρι μου δεν συμμερίζεται τη θέλησή μου. Πόσο λυπάμαι που τελείωσε αυτό το όνειρο αισθανόμουν τόσο ευτυχισμένη εκεί στον θαλάσσιο κόσμο.
ΤΕΛΟΣ