Νόπη Γραικούση
Σιγά-σιγά, δεν χρειάζεται να βιάζεται κανείς για να σηκωθεί από το κρεβάτι. Σιγά-σιγά! Όταν άρχισα να περπατάω έτσι μου έλεγαν σιγά-σιγά. Και να που μου έμεινε για όλη μου την ζωή, Όσο κρατήσει. Γιατί το «ζειν επικινδύνως» δεν εγγυάται μακροπρόθεσμα. Όλα πρέπει να τα κάνω σιγά, απαλά, προσεκτικά. Δεν έχω παράπονο από κανέναν. Όλοι με φροντίζουν, τρέχουν πριν από εμένα για μένα. Με προστατεύουν με κάθε τρόπο. Το κρεβάτι μου με πουπουλένια μαξιλάρια, στρώμα νερού, και κουβέρτες μαλακές και χνουδωτές. Χαλιά χειμώνα καλοκαίρι ακόμα και στους δρόμους που περπατώ, όταν περπατώ και δεν με πηγαίνουν με το αυτοκίνητο. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να διαβάζω, να γράφω και να ακούω μουσική. Προσπάθησα να ζωγραφίσω, αλλά δεν τα κατάφερα. Την ώρα που έστηνα το καβαλέτο, κάπως γρατσουνίστηκα και έγινε ο κακός χαμός. Ο τζαμάς της γειτονιάς έβγαλε καλό μεροκάματο επισκευάζοντας το τραύμα μου.
Ειλικρινά, δεν ξέρω αν μου αρέσει αυτή η ζωή που κάνω. Τι σημασία έχει να έχεις πόδια και να μην μπορείς να τρέξεις στα λιβάδια, να περπατήσεις στο δάσος, να χορέψεις έναν ξέφρενο χορό; Υπάρχει ακόμα κάτι που με στενοχωρεί. Μέσα στο γυάλινο κορμί μου η καρδιά μου χτυπάει τρελά για αυτό το αγόρι με τα μάτια στο χρώμα της ελιάς. Όμως, ο έρωτας είναι απαγορευτικός για μένα. Ρητά και αμετάκλητα: Απαγορεύεται να ερωτευθώ. Γιατί πώς να αντέξω μια σφιχτή αγκαλιά, πώς να συγκρατήσω το πάθος; Συνέπεια τούτου είναι πως δεν θα μπορέσω ποτέ να κάνω οικογένεια. Όμως εγώ τον αγαπώ, τον αγαπώ τόσο πολύ, τον θέλω…. Νομίζω πως θα σπάσω!
ΤΕΛΟΣ