«Η περιπέτεια της κόκκινης κουβέρτας»

Κατερίνα Μιχαηλίδου

Με τύλιξαν σε ένα όμορφο γυαλιστερό χαρτί που το στόλισαν με μια μεταξωτή κορδέλα. Με είχαν διαλέξει ανάμεσα σε πολλές κουβέρτες για το όμορφο κόκκινο χρώμα μου και το πόσο απαλή και χνουδωτή ήμουν.

Έγινα η αγαπημένη κουβέρτα της μικρής Αννούλας. Για χρόνια δεν κοιμόταν αν δεν με κρατούσε και δεν έβαζε το μικρό της προσωπάκι ανάμεσά μου. Στα έκτα της γενέθλια όμως, οι γονείς της, της χάρισαν ένα σκυλάκι. Από εκείνη τη μέρα έπαιρνε το κουτάβι αγκαλιά για να κοιμηθεί, όσο για μένα…με έβαλε στο καλαθάκι του. Η στεναχώρια μου μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ όταν το κουτάβι, παιχνιδιάρικο καθώς ήταν, άρχισε να με δαγκώνει και να με σέρνει παντού.

Ε! Όχι αυτό δεν μπορούσα να το δεχτώ, έτσι με την πρώτη ευκαιρία το έσκασα από το σπίτι. Πέρασα την αυλόπορτα και βρέθηκα στο δρόμο. Για πρώτη φορά ένιωσα τον αέρα, είδα όμορφα δέντρα και μύρισα τα πολύχρωμα λουλούδια. Χαιρόμουν τόσο πολύ που ξεφορτώθηκα το κουτάβι και τα κοφτερά του δόντια.  Όμως η χαρά μου δεν κράτησε πολύ, κάποιο άνθρωποι με κλώτσησαν, ένα πουλί προσπάθησε να με πιάσει με το ράμφος του και σαν να μην έφτανε ο φόβος μου για όλα αυτά, μετά από λίγο άρχισε μια δυνατή βροχή.

Βράχηκα τόσο πολύ που έμοιαζα πια με κουρέλι, γέμισα λάσπες και χάθηκε το όμορφο κόκκινο χρώμα μου. Ένας άνθρωπος με κυνήγησε με μία σκούπα και προσπάθησε να με πετάξει στα σκουπίδια. Με όσες δυνάμεις μου είχαν μείνει του ξέφυγα και χώθηκα σε ένα παλιόκουτο. Τότε, άφησα πια τα δάκρυά μου να κυλήσουν. Μου έλειπε η Αννούλα και η αγκαλιά της. Μετά από λίγο αποκαμωμένη κοιμήθηκα.

Όταν ξημέρωσε, ο ήλιος έλαμπε πάλι στον ουρανό κι έτσι στέγνωσα για τα καλά. Ξαφνικά όμως, ένας δυνατός αέρας άρχισε να με παρασέρνει. Φοβήθηκα πολύ, αλλά ήταν αδύνατον να αντισταθώ. Όταν σταμάτησα να στροβιλίζομαι, είχα βρεθεί στην κορυφή ενός καταπράσινου λόφου. Κάθισα να ξεκουραστώ για να μου φύγει η ζάλη. Σε λίγο άκουσα φωνές να πλησιάζουν και ανάμεσα από τα δέντρα ξεφύτρωσαν μερικά μικρόσωμα ανθρωπάκια. Φορούσαν χρωματιστά ρούχα και περίεργα καπέλα.

Είχα ακούσει πολλές φορές την Αννούλα να διαβάζει για τους νάνους, αλλά νόμιζα ότι υπήρχαν μόνο στα παραμύθια. Κάποιοι από αυτούς με πλησίασαν φιλικά και με ρώτησαν πώς βρέθηκα σε αυτόν τον λόφο κοντά στα σπίτια τους. Πήρα θάρρος και τους είπα όλη την ιστορία μου, τους είπα και πόσο στεναχωρημένη ήμουν γιατί έτσι όπως είχα καταντήσει δεν θα με ήθελα πια κανένας. Τότε όμως ένας νάνος με σήκωσε και μου είπε να μη στεναχωριέμαι, γιατί ήταν σίγουρος ότι η γυναίκα του θα μπορούσε να με φροντίσει.

Πραγματικά, σε λίγη ώρα, με έπλυνε στο δροσερό ποτάμι του χωριού τους και όταν στέγνωσα στον ήλιο, έγινα πάλι μια όμορφη απαλή κόκκινη κουβέρτα. Μετά με άπλωσε με τρυφερότητα πάνω στο μωρό της, που κοιμόταν σε ένα μικρό κρεβατάκι.  Μαζί με εμένα έβαλε και ένα μικρό χνουδωτό αρκουδάκι, τον Τέντι.

Έτσι, άρχισα μια νέα ζωή με ένα παιδί και φυσικά με τον Τέντι που γίναμε αχώριστοι.

ΤΕΛΟΣ

Subscribe
Notify of
0 Σχόλιο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα ήθελα τις σκέψεις σας, παρακαλώ σχολιάστε.x
()
x