Μαρία Πουλαντεράκη
«Αμπρα καταμπρα, κατάρα σου δίνω σκληρή. Τα μουστάκια σου θα μεγαλώνουν, όλο και πιο πολύ και κανείς να τα κόψει δεν θα μπορεί.» Αυτά τα λόγια είπε η μάγισσα Καρακάξα στον καημένο τον μαύρο Γάτο και αμέσως εξαφανίστηκε. Εκείνος, τρομοκρατημένος, έτρεξε πίσω στο παλιό σπίτι που είχε βρει καταφύγιο καιρό τώρα και κρύφτηκε μέσα στα χαλάσματα. Το μισοερειπωμένο σπίτι, φιλοξενούσε στα σπλάχνα του έναν αρκετά μεγάλο αριθμό αδέσποτων γάτων που όλοι μαζί είχαν βρει εκεί, μια στέγη να τους προφυλάσσει από βροχή, κρύο και μοναξιά. Οι μήνες περνούσαν, ο μαύρος Γάτος είχε αναπτύξει ιδιαίτερα χαρίσματα. Είχε γίνει ένας πολύ έξυπνος και ατρόμητος γάτος και όλη η υπόλοιπη ομάδα τον σεβόταν και ζητούσε τη γνώμη του για κάθε θέμα της καθημερινότητάς της. Τον θεωρούσαν αρχηγό.
Στην αρχή τα μουστάκια του δεν τον απασχολούσαν και πολύ. Απλώς μεγάλωναν με μεγαλύτερους ρυθμούς από ότι των συντρόφων του. Μα όταν έφτασαν να εξέχουν αρκετά από κεφάλι του, φαινόταν κάπως παράξενος, κάπως αστείος. Επειδή όμως είχε κατακτήσει τον σεβασμό και την αγάπη των συγκατοίκων του, κανείς δεν έδινε σημασία. Μόνο κάτι γάτοι από τις άλλες γειτονιές άρχισαν να τον κοροϊδεύουν και να γελούν μαζί του. Μα κι αυτοί αργά ή γρήγορα, πήραν το μάθημά τους, καθώς ο μαύρος Γάτος και η παρέα του τους έβαλαν στη θέση τους. Τους κατατρόπωσαν στους γατοκαυγάδες και κανείς δεν τόλμησε ξανά να χλευάσει τον όμορφο αρχηγό τους.
Σιγά σιγά όμως το πρόβλημα μεγάλωσε. Τα μακριά μουστάκια άρχισαν να τον δυσκολεύουν και στο φαγητό μα και στις μετακινήσεις του. Σέρνονταν κάτω στο δρόμο και πολλές φορές μπλέκονταν στα μπροστινά του πόδια. Ακόμη, πιάνονταν στις γωνίες και δεν μπορούσε να στρίψει και να κατευθυνθεί εκεί που ήθελε. Όσες φορές δοκίμασε να τα κόψει με τα δόντια του, ή τραβώντας τα με τα πόδια του, είτε τυλίγοντάς τα γύρω από μικρά ξύλα και βάζοντας τους φίλους του να τα τραβούν με δύναμη, δεν κατάφερνε πολλά πράγματα. Πάλι μεγάλωναν με διπλάσια ταχύτητα. Το μόνο που πετύχαινε ήταν να πονάει για μέρες το στόμα του και να τραυματίζεται.
Ένας γέρος γάτος, του έδωσε μια ιδέα που τον βοήθησε αρκετά σε αυτό το ζήτημα. Του έμαθε να τυλίγει τα μουστάκια του και να τα στερεώνει πίσω από τα αυτιά , γύρω από το λαιμό του. Έτσι τουλάχιστον δεν μπερδεύονταν στα πόδια του. Είχε αποκτήσει μια φουντωτή μπάλα γύρω από το κεφάλι του που τον έκανε πολύ μεγαλόπρεπο και ιδιαίτερο! Έμοιαζε σαν λιοντάρι! Δεν έπαυε όμως να στενοχωριέται κατά βάθος.
Μια φορά δοκίμασε κάτι πολύ επικίνδυνο. Ήταν βράδυ και οι άνθρωποι της πόλης γιόρταζαν και είχαν ανάψει μια μεγάλη φωτιά στην πλατεία. Ο γάτος πλησίασε τη ζωηρή φλόγα σε μια προσπάθεια να κάψει τα μουστάκια του. Ευτυχώς για τον ίδιο, ένα αγόρι που παρακολουθούσε τη γιορτή με την παρέα του, τον πήρε είδηση και τον τράβηξε μακριά προτού συμβεί κάτι πολύ χειρότερο.
Το αγόρι λεγόταν Γρηγόρης και αγαπούσε πολύ τα ζώα. Πήρε τον μαύρο Γάτο, που έτρεμε από το φόβο του, αγκαλιά και τον έφερε μαζί του στο σπίτι του. Τον τάισε, τον πότισε και τον έβαλε να κοιμηθεί σε ένα μαλακούτσικο μαξιλαράκι με όμορφα χρώματα. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Γάτος ένιωσε τι θα πει ζεστασιά και ασφάλεια. Αποκοιμήθηκε χαμογελώντας. Σαν ξύπνησε το πρωί, αντίκρισε δύο γλυκά γαλάζια γατίσια μάτια να τον παρατηρούν. Από πάνω του στεκόταν μια πανέμορφη κάτασπρη γάτα! Ήταν η γάτα του αγοριού που παραξενεμένη κοιτούσε τον νέο συγκάτοικο. Ο Γρηγόρης, έτρεξε κι αυτός να δει πως τα πήγαινε το καινούργιο απόκτημά του. Τότε πρόσεξε για πρώτη φορά την μεγάλη απαλή μπάλα από τα μουστάκια του γάτου γύρω από το λαιμό του.
«Πρώτη φορά βλέπω τόσο μεγάλα μουστάκια. Θα πρέπει να είσαι ένας πολύ ξεχωριστός γάτος, φίλε μου! Θα σε αφήσω εδώ με την Λευκή να γνωριστείτε και θα τα πούμε μόλις γυρίσω από το σχολείο.» είπε χαϊδεύοντάς τον.
Πέρασε μια εβδομάδα και ο μαύρος Γάτος, ένιωθε πια το σπίτι σαν δικό του. Είχε ξεχάσει τις ταλαιπωρίες και είχε δυναμώσει πολύ. Είχε γίνει αχώριστος με την Λευκή και με τον Γρηγόρη. Όταν αισθάνθηκε έτοιμος, μίλησε στη Λευκή για την κατάρα της Καρακάξας και η γάτα με τη σειρά της μίλησε στο αγόρι, έτσι όπως μιλάνε τα ζώα στους ανθρώπους εκείνους, που έχουν καρδιά ανοιχτή, γεμάτη αγάπη και αθωότητα. Ο Γρηγόρης, πλησίασε τον μαύρο Γάτο, τον πήρε αγκαλιά, του έδωσε ένα φιλί στο κεφαλάκι του και του είπε:
«Μην σε νοιάζει αγόρι μου που τα μουστάκια σου μεγαλώνουν, στη δική μου καρδιά θα έχεις πάντα μια θέση ξεχωριστή. Η ζωή σε έφερε στο δρόμο μου κι εμένα στο δικό σου. Η Λευκή κι εγώ θα είμαστε η οικογένειά σου για πάντα. Σε αγαπώ πολύ, δεν θα σε αφήσω ποτέ. Στο υπόσχομαι!» Και τότε, μια αστραπή έλαμψε και ένα αχνό πέπλο σκέπασε το μαύρο Γάτο. Και όταν το πέπλο διαλύθηκε, τα μουστάκια του ήταν και πάλι κανονικά! Η τρίχινη μπάλα είχε εξαφανιστεί!
Η αγάπη του Γρηγόρη και της Λευκής είχαν διαλύσει τα μάγια της Καρακάξας. Η πονηρή μάγισσα, είχε εξαφανιστεί, προτού ολοκληρώσει την πρόταση της κατάρας, που έλεγε ότι τα μουστάκια θα πάψουν να μεγαλώνουν, όταν κάποιος τον αγαπήσει βαθιά, χωρίς να νοιάζεται για τη διαφορετικότητά του.
Από τότε λοιπόν, ο μαύρος Γάτος έζησε μια όμορφη ζωή γεμάτη αγάπη και ασφάλεια, κοντά στη φίλη του τη Λευκή και στον μεγάλο του αδερφό τον Γρηγόρη! Οι τρεις τους έφτιαξαν μια αχώριστη παρέα που την απολάμβαναν καθημερινά. Τώρα όσον αφορά τη μάγισσα Καρακάξα, ο μύθος λέει ότι μάλλον έσκασε από τη ζήλεια και την κακία της και κανείς δεν ξανάκουσε γι αυτήν.
Υπεροχο!!! Καταπληκτικό!!! Συγχαρητήρια!!!