Μια ζεστή σοκολάτα

Νόπη Γραικούση

Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Νύχτωνε σιγά-σιγά. Στην πόλη άρχισαν να ανάβουν οι πολύχρωμες γιρλάντες. Μουσική σύμφωνα με το πνεύμα της ημέρας ακουγόταν από τα μεγάφωνα. Μικροί και μεγάλοι φορτωμένοι με κουτιά και σακούλες γέμιζαν τους δρόμους με χαμογελαστά πρόσωπα. Σε μια γωνία ο Πέτρος, ήταν δεν ήταν δέκα χρονών, πουλούσε «Νεοέτια» και ημερολόγια. Κανείς δεν του έδινε σημασία. Όλοι προσπερνούσαν βιαστικά. Τους περίμεναν τα γιορταστικά τραπέζια και τα δώρα. Ο Πέτρος τους παρακολουθούσε με ένα θλιμμένο χαμόγελο και σκεφτόταν το παραμύθι που του διάβαζε η μαμά του όταν ήταν μικρούλης. «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» ήταν παραμύθι ή μια ιστορία από τη ζωή; αναρωτήθηκε. Οι δρόμοι άδειασαν. Απέμειναν τα πολύχρωμα φωτάκια να φωτίζουν τις πρώτες νιφάδες χιονιού και στον Πέτρο μια περίεργη αίσθηση. Είχε βαρεθεί να βλέπει τους ανθρώπους να τον κοιτάζουν αδιάφορα, αλλά και τα περίεργα βλέμματα των παιδιών. Αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του. Ένα δωμάτιο που παλιά ήταν αχυρώνας.

Από τα παράθυρα των σπιτιών έβλεπε πως οι «τυχεροί» γιόρταζαν. Κατέβασε λυπημένος το κεφάλι του και έσφιξε τις μικρές γροθιές του. Όχι, δεν θα έκλαιγε. Ήταν γενναίος. Καθώς περπατούσε κάτι πιάστηκε στο σκισμένο παπούτσι του. Ήταν μια γιρλάντα με φωτάκια. Έσκυψε και πήρε την άκρη της στα παγωμένα χεράκια του. «Θα στολίσω κι εγώ», σκέφτηκε, καθώς άρχισε να την τυλίγει γύρω από το χέρι του. Η γιρλάντα έμοιαζε ατέλειωτη. Καθώς ήταν απορροφημένος από το μάζεμα δεν κατάλαβε πως βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε έναν χιονάνθρωπο.
«Τι όμορφος που είσαι!», του είπε. «Μόνος σου κι εσύ, ε; Θα ήταν ωραίο να κάναμε παρέα αυτήν τη νύχτα. Να, κοίτα. Έχω και μια ωραία γιρλάντα. Φαίνεται γιορτινή κι ας μην ανάβουν τα φωτάκια της. Θα την τυλίξω γύρω σου να είσαι χαρούμενος. Παρ’ το σαν δώρο. Εγώ θα πάω σπίτι μου. Ελπίζω να γύρισε ο πατέρας».
Ο χιονάνθρωπος δεν απάντησε. Μπροστά από την πρόχειρα μανταλωμένη πόρτα κάτι γυάλισε μέσα από το αφράτο ακόμα χιόνι. Ο Πέτρος έσκυψε και πήρε στα χέρια του ένα κομμάτι σοκολάτας επιμελώς τυλιγμένο. «Θα έπεσε από κάποιο παιδί» σκέφθηκε. Μπήκε στο μικρό του καμαράκι. Ακούμπησε σε μια γωνιά τα «Νεοέτια» και τους άναψε φωτιά. Δεν είχε ξύλα. Κάπως έπρεπε να ζεσταθεί. Κοίταξε με λαχτάρα τη σοκολάτα. «Να την φάω τώρα ή να την αφήσω για αύριο; Μπορεί να έλθει και ο πατέρας.» Δύσκολο το δίλημμα. Και τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Πέτρος μισάνοιξε και αντίκρισε έναν γεράκο.
«Μπορώ να μείνω απόψε σπίτι σου; Χιονίζει πολύ και δεν έχω που να πάω». «Περάστε μέσα. Καθίστε εδώ κοντά στην φωτιά.»
«Είσαι μόνος σου;»

«Ναι. Ξέρετε ο μπαμπάς δουλεύει σαν βοσκός. Προσέχει το κοπάδι ενός πλούσιου κυρίου. Λόγω του χιονιά που ερχόταν, ανέβηκε να βάλει τροφή στα ζωντανά. Ελπίζω να μην αποκλειστεί γιατί άρχισε να χιονίζει πολύ τώρα.»
«Και τι θα φας;»
«Βρήκα ένα κομμάτι σοκολάτα. Να ζεστάνουμε λίγο χιόνι και να την πιούμε ζεστή;
Εκείνη τη στιγμή ο γεράκος εξαφανίστηκε και στην θέση του εμφανίστηκε ο Άι Βασίλης. Ο Πέτρος τα έχασε.
«Καλό μου παιδί! Είναι τόσο σημαντικό το μήνυμα που μου έδωσες απόψε. Παρ’ όλη σου τη φτώχεια θέλεις να μοιραστείς μαζί μου τη λιγοστή λιχουδιά σου. Πέρασα από πολλά σπίτια πριν έλθω εδώ. Πουθενά δεν βρήκα την φιλοξενία ή την προσφορά. Αξίζεις όλα τα δώρα που περιέχει ο σάκος μου.»

«Μα, υπάρχουν κι άλλα φτωχά παιδιά. Σαν κι εμένα απόψε, ούτε εκείνα σε περιμένουν. Ξέρεις, πιστεύουμε ότι προτιμάς άλλα σπίτια».
« Καλό μου παιδί. Εγώ δεν προτιμώ κανέναν. Προτιμώ την πίστη για το καλύτερο!», είπε κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας τον Πέτρο να προσπαθεί να καταλάβει αν είναι ξύπνιος ή ζει ένα όνειρο. Και όμως. Ο μικρός αχυρώνας είχε γίνει ένα δωμάτιο γεμάτο παιχνίδια και γλυκίσματα.

Subscribe
Notify of
2 Σχόλιο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Κατερινα Μιχαηλίδου
1 year ago

Πολύ γλυκό και συγκινητικό

Μαρία Πουλαντεράκη
1 year ago

Υπέροχο, γλυκό σαν σοκολάτα!!!

2
0
Θα ήθελα τις σκέψεις σας, παρακαλώ σχολιάστε.x
()
x