Μήνυμα σε μπουκάλι

Νόπη Γραικούση

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που έκανε βόλτα στην παραλία. Όπως περπατούσε, πρόσεξε κάτι να γυαλίζει στην ακρογιαλιά. Πλησίασε και είδε ένα μπουκάλι που είχε μέσα ένα χαρτί. Το άνοιξε, έβγαλε το χαρτί και διάβασε…                                                               «Ελπίζω να διαβάσεις αυτό το μήνυμα και να μην το προσπεράσεις.  Είναι ένα μήνυμα από κάποιον που δεν ζει πια αυτήν την μάταιη ζωή.  Το έγραψα στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου, στο αμπάρι ενός σαπιοκάϊκου. Την φοβερή εκείνη ώρα που ένιωθα το παγωμένο χνώτο του θανάτου στο σβέρκο μου. Διάβασε την ιστορία μου σαν μνημόσυνο στην  ψυχή μου και μετά πράξε ό,τι θέλεις.

«Με λένε Αχμέτ και είμαι από ένα χωριό της Συρίας.  Φύγαμε ένα βράδυ όλη η οικογένεια για να βρούμε «μια νέα πατρίδα που να μας αγαπά», όπως είπε ο πατέρας.  Με κρατούσε από το χέρι και η μάνα είχε αγκαλιά την αδελφή μου, μόλις τρεισήμισι χρόνων. Περπατήσαμε ατέλειωτα νύχτα και ημέρα, περνώντας ερειπωμένα χωριά, σκοτεινούς και έρημους δρόμους,  σκυθρωπούς ανθρώπους και όπλα παρατεταμένα.  Στον “σύνδεσμο”, όπως τον έλεγε ο πατέρας, δώσαμε όλες τις οικονομίες μας για να μπούμε στο καΐκι. Φοβόμουν. Φοβόμουν πολύ! Δεν είχα ξαναδεί θάλασσα. Δεν άντεχα αυτό το σιγανό κούνημα των κυμάτων που ήθελε να με νανουρίσει. Ήθελα να μείνω ξύπνιος από τον φόβο μου.  Άκουγα συζητήσεις  περίεργες που προκαλούσαν ταραχή.  «Φτάνοντας θα τους βάλουμε στις βάρκες και θα τις βουλιάξουμε. Θα τους σώσουν οι άλλοι. Κι εμείς γυρίζουμε πίσω να πάρουμε και τους άλλους» Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα, μόνο τον φόβο μου που μεγάλωνε και με έπνιγε. Όρμησα στην αγκαλιά του πατέρα. Του τα είπα όλα. Δεν ξέρω αν με πίστεψε. Νύχτωσε και η θάλασσα άρχισε να αγριεύει. Πάω πέρα-δώθε. Νιώθω τα άδεια σωθικά μου να θέλουν να ξεκολλήσουν. Φοβάμαι. Δεν θέλω να πεθάνω. Είμαι παιδί. Θέλω να ζήσω. Θέλω να ζήσουμε. Άρχισαν να μας βάζουν σε βάρκες. Φοβάμαι τα σκοτεινά κύματα. Φοβάμαι τα μαύρο χάος κάτω από τα πόδια μου μπαμπά. Μπαμπά μην με αφήσεις.  Δεν μπορώ να γράψω άλλο . Ήρθε η σειρά μας.  Θα το κλείσω σε ένα μπουκάλι και θα το πετάξω στη θάλασσα. Ίσως  η θάλασσα δώσει το μήνυμά μου κάπου …κάποτε … »

Το κορίτσι χλόμιασε. Στο μυαλό της εικόνες και σχόλια από την τηλεόραση για την τελευταία τραγωδία στις ακτές της Καλαβρίας. Άραγε το παιδί που έγραψε αυτό το μήνυμα να ήταν ανάμεσά τους; Είναι από άλλη τραγωδία; Ξανακοιτάζει το χαρτί. Δεν υπάρχει ημερομηνία. Συμβαίνουν  τόσα πολλά . Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της. «Αχμέτ», συλλογίστηκε, «τι μπορώ να κάνω εγώ;  Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ούτε για σένα ούτε για δεκάδες εκατοντάδες παιδιά που θα έχουν την ίδια μοίρα με σένα. Όλα θυσία στον βωμό του χρήματος. Αλλά είμαι κι εγώ παιδί.»   

Ξαφνικά το πρόσωπό της φωτίστηκε.  Έβαλε και πάλι το μήνυμα μέσα στο μπουκάλι, το άφησε στην υγρή άμμο και το φωτογράφισε με το κινητό της.  Μετά το σήκωσε ευλαβικά και γύρισε τρέχοντας στο σπίτι της . Τώρα ήξερε τι πρέπει να κάνει.

Subscribe
Notify of
1 Σχόλιο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Μαρία Πουλαντεράκη
2 years ago

Εξαιρετικο! Τόσο επίκαιρο και τόσο θλιβερό!!!

1
0
Θα ήθελα τις σκέψεις σας, παρακαλώ σχολιάστε.x
()
x