Μήνυμα στο μπουκάλι

Μαίρη Κολοβού

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που έκανε βόλτα στην παραλία. Όπως περπατούσε, πρόσεξε κάτι να γυαλίζει στην ακρογιαλιά. Πλησίασε και είδε ένα μπουκάλι που είχε μέσα ένα χαρτί. Το άνοιξε, έβγαλε το χαρτί και διάβασε…

            «Αγαπητέ ξένε, αν διαβάζεις τώρα αυτό το σημείωμα σημαίνει ότι το μπουκάλι μου βρήκε αποδέκτη. Χαίρομαι. Δεν ξέρω αν είσαι άντρας ή γυναίκα ή μικρό παιδί. Ξέρω όμως ότι σύντομα θα έχεις μάθει μια ιστορία, τη δική μου ιστορία. Και για να μην σε ζαλίζω ξεκινώ.

            Μεγάλωσα με τους δυο γονείς μου που τους αγαπούσα και με αγαπούσαν πολύ. Με ανέθρεψαν με σωστές αρχές, με μόρφωσαν, δεν μου στέρησαν ποτέ τίποτα κι ήταν πάντα εκεί για μένα σε κάθε μου επιθυμία και σε κάθε μου παραξενιά. Κι εγώ έγινα ένα πολύ κακομαθημένο αγόρι που απλά ζητούσα και ζητούσα και κάθε φορά ζητούσα περισσότερα. Ίσως είχαν καταλάβει ότι με είχαν κακομάθει αλλά ήταν πλέον αργά. Κάθε καλή τους κουβέντα έπεφτε στο κενό. Έμπλεξα με κακές παρέες. Βλέπεις όταν κάποιος έχει τα πάντα, όταν ένας νέος δεν πασχίζει για τίποτα στη ζωή του, κάπου πρέπει να στρέψει την ενέργεια του. Με έπιασαν  λοιπόν, στη διάρρηξη μιας βίλας. Οι γονείς μου έριξαν τα μούτρα τους και την αξιοπρέπεια τους, παρακάλεσαν όποιον γνωστό είχαν και κατάφεραν να με βγάλουν. Εγώ όμως, μόνο για λίγο ησύχασα. Λίγο καιρό αργότερα με μάζεψαν από το κέντρο της Αθήνας, ετοιμοθάνατο σχεδόν από τα ναρκωτικά. Πάλι οι γονείς μου κατάφεραν μετά από πολλές προσπάθειες να με συνεφέρουν αφού με έκλεισαν σε κέντρο αποκατάστασης. Και πάνω σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση πεθαίνει ο πατέρας μου από ανακοπή καρδιάς. Τον «έφαγα» τον άνθρωπο! Μόνο που τότε δεν το σκέφτηκα αυτό. Το μόνο που σκέφτηκα ήταν: Γλύτωσα από τον γέρο. Τώρα θα πάρω όλα τα λεφτά της γριάς.

Ξένε, ξέρω τι σκέφτεσαι! Ξέρω τι λες από μέσα σου. Όμως περίμενε να ακούσεις και την συνέχεια.

            Έκανα στην μάνα μου δύσκολη τη ζωή για να της πάρω τα λεφτά της. Κάθε μέρα φώναζα, έφτασα να την χτυπήσω κιόλας και να την στείλω για δυο μέρες στο νοσοκομείο. Και τότε, άλλαξαν όλα!

            Ένα βράδυ που ήμουν ξαπλωμένος στο δωμάτιο μου, πιωμένος μέχρι πνιγμού, κάπου ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, τον ύπνο και τον ξύπνιο μου είδα εκείνη τη μορφή. Μια μορφή «άμορφη», χωρίς σώμα. Κάτι σαν οπτασία, δεν ξέρω. Δεν μίλησε, μόνο μου έδειξε με το δάκτυλο το παράθυρο. Κι όταν γύρισα να κοιτάξω, είδα ένα φέρετρο και μέσα τη μάνα μου να κλαίει και να φωνάζει:

            «Δεν με νοιάζει να πεθάνω, γιατί θα συναντήσω τον αγαπημένο μου σύζυγο. Το μόνο που με νοιάζει είναι να είναι καλά ο γιός μου! Πως να τον αφήσω μόνο του σ’ αυτό τον άσχημο κόσμο;»

            Ντράπηκα! Η μάνα μου ακόμα και την τελευταία της στιγμή σκεφτόταν εμένα και μόνο εμένα.

            Τότε η οπτασία είπε:

            «Υπάρχει ακόμα χρόνος» κι έτσι όπως είχε εμφανιστεί, έτσι εξαφανίστηκε.

Σηκώθηκα τρέχοντας κι έτρεξα στο νοσοκομείο. Πήγα δίπλα στη μάνα μου, κράτησα τα χέρια της στα δικά και ξέσπασα σε κλάματα ζητώντας συγγνώμη για όλα όσα την έκανα να υποφέρει.

            Κι η μάνα, άνοιξε τα μάτια της, με κοίταξε, μου χαμογέλασε και μου είπε: «Τώρα μπορώ να πάω στον πατέρα σου, γιέ μου» κ έκλεισε τα μάτια της για πάντα!

            Είμαι ένας δολοφόνος Ξένε! Δεν ξέρω πώς να ζήσω πια σ’ αυτόν τον κόσμο.

Λυπάμαι….

Subscribe
Notify of
0 Σχόλιο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα ήθελα τις σκέψεις σας, παρακαλώ σχολιάστε.x
()
x