Νόπη Γραικούση
Ο Φλου ένιωσε ένα δυνατό τράνταγμα. Προσπάθησε να κρατηθεί αλλά ο άνεμος αποδείχθηκε δυνατότερος. Βρέθηκε για λίγο στο κενό κάνοντας τούμπες. Νόμισε ότι ήταν παιχνίδι, αλλά σε λίγο προσγειώθηκε άτσαλα στο χώμα. Κοίταξε γύρω του φοβισμένα. Δεν ένιωθε καμμιά σιγουριά, αν και πιο πέρα μια παρέα φύλλων φαινόταν να διασκεδάζει. Θα ήθελε πολύ να βρισκόταν πάνω στο δένδρο, αλλά ο άνεμος δεν του άφησε άλλα περιθώρια σκέψης. Τον έσυρε για λίγο, μετά τον σήκωσε και τον προσγείωσε μέσα στο ποτάμι.
«Θεέ μου», σκέφθηκε. «Μέχρι εδώ ήταν. Τώρα θα μαλακώσω και το νερό θα με ρουφήξει». Όμως ο άνεμος συνέχισε να παίζει μαζί του. Τον σήκωσε και πάλι και τον προσγείωσε πάνω σε ένα κλαδί που ταξίδευε ανέμελα στο νερό.
«Τουλάχιστον εδώ δεν βρέχομαι», σκέφθηκε και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί γύρω. Τι όμορφο που φαινόταν το δάσος. Ακόμα και τα φύλα, κιτρινισμένα και ξερά, χόρευαν μεταξύ ουρανού και γης σαν ένα εναέριο μπαλέτο!
«Αρκεί να μην είσαι ο χορευτής», πρόλαβε να ψιθυρίσει πριν απογειωθεί και πάλι. Κοίταζε γύρω του με φόβο και περιέργεια
«Ποιος ξέρει που θα προσγειωθώ τώρα»; Η απορία του λύθηκε γρήγορα καθώς προσγειώθηκε στα ριζά ενός γέρικου δένδρου, στην συνοικία των μανιταριών. –«Αυτές οι ομπρέλες ίσως κρατήσουν μακριά μου τον άνεμο. Είναι ωραία εδώ κάτω. Μπορώ και βλέπω τη ζωή στο έδαφος που δεν ήξερα καν ότι υπήρχε. Ζουζούνια διαφόρων ειδών και μεγεθών στον καθημερινό αγώνα της επιβίωσης. Πως θα ήμουν αν είχα πόδια;» αναρωτήθηκε. «Πόσο τεράστια φαίνονται τα δένδρα! Είναι μεγαλύτερα από το δένδρο που ήμουν εγώ. Άραγε πως φαίνονται τα πράγματα από τόσο ψηλά;»
Δεν πρόλαβε να σκεφθεί τίποτα περισσότερο. Ο άνεμος συνέχισε το παιχνίδι του. Τον άρπαξε -ένας Θεός ξέρει πώς- και βρέθηκε μπλεγμένος πάνω στα φύλλα μιας βελανιδιάς. Δυο μικρά ζωάκια του τράβηξαν την προσοχή.
«Ε! Παιδιά ποιοι είστε; Εγώ είμαι ο Φλου. Πρώτη φορά έρχομαι εδώ. Ο άνεμος με έφερε».
«Εμείς είμαστε σκίουροι. Μαζεύουμε βελανίδια για τον Χειμώνα»
Μια αρκούδα ξύστηκε στον κορμό της βελανιδιάς και ο Φλου βρέθηκε στο έδαφος αφού πέταξε ανάλαφρα σαν να έκανε κούνια. Εκεί στα ριζά της βελανιδιάς έμεινε αρκετές μέρες και νύχτες. Έγινε φίλος με έναν σκαντζόχοιρο και τις νύχτες όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί έπιανε την κουβέντα με την κουκουβάγια που έμενε σε ένα ψηλό κλαδί.
Άρχισε σιγά-σιγά να κιτρινίζει, να μαραίνεται. Δεν μπορούσε να τραφεί. Φοβόταν πως αν τον ακουμπήσει ένα κουνούπι, θα διαλυόταν.
Η κουκουβάγια παρακολουθούσε και καταλάβαινε. Κι έτσι τον ρώτησε:
«Φλου τι αισθάνεσαι;»
«Νιώθω μια πληρότητα! Νομίζω πως είμαι ευτυχισμένος!»
«Πως μπορείς και νιώθεις ευτυχία; Το ξέρεις πως δεν θα αντέξεις για πολύ ακόμα.»
«Το ξέρω», απάντησε ο Φλου. «Αλλά σκέφτομαι πώς έζησα αυτές τις λίγες μέρες! Πόσα πράγματα γνώρισα! Αν ήμουν στο κλαρί μου δεν θα ήξερα τίποτα. Είμαι ευτυχισμένος γιατί το δικό μου ταξίδι ήταν μια περιπέτεια γνώσης».
ΤΕΛΟΣ