«Οι παλιές συνταγές»

Κατερίνα Μιχαηλίδου

«Δεν πειράζει γιέ μου, μην το σκέφτεσαι, μην ανησυχείς για μένα», απάντησε ο μπάρμπα Χρήστος. Όταν έκλεισε όμως, το τηλέφωνο μερικά δάκρυα κύλισαν από τα μάτια του. Το ήξερε ότι τον αγαπάνε και ότι η δουλειά του γιου του ήταν πολύ απαιτητική, τον καταλάβαινε, όμως είχε τόση λαχτάρα να τους δει, να τους σφίξει στην αγκαλιά του και το σπίτι να γεμίσει από τα γέλια των εγγονών του. Ποιος ξέρει πότε θα του ξαναδινόταν η ευκαιρία να τους έβλεπε…

Βυθίστηκε στην πολυθρόνα του και αφέθηκε να κοιτάει από το παράθυρο. Είδε τον κυρ Νίκο να περνάει σκυφτός και να σέρνει τα βήματά του. Ήταν μόνος του και αυτός, δεν είχαν κάνει παιδιά με τη γυναίκα του και τώρα είχε “φύγει” και αυτή. Πέρασε και η κυρία Στέλλα κρατώντας το καλάθι με τα λιγοστά της ψώνια μαζί με την κυρία Ελένη, αδελφές ανύπαντρες, μόνες τους και αυτές. Θυμήθηκε και τον κυρ Χρήστο τον μάστορα που είχε κλείσει πια το μαγαζί του, αφού η όρασή του δεν τον βοηθούσε πια, μόνος και αυτός κλείστηκε στο σπίτι του. Τόσες ψυχές μόνες τους και τα Χριστούγεννα ήταν σε μόνο δύο μέρες. Η ιδέα τον μελαγχόλησε ακόμα πιο πολύ.

Έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε πιο πολύ από ψυχική κούραση.

Ένα όνειρο άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά του, και τότε είδε την Κλειώ του, την αγαπημένη του γυναίκα να τον πλησιάζει να του δίνει ένα φιλί και να του λέει: «Μη μαραζώνεις αγαπημένε μου, τα παιδιά σε αγαπάνε. Σήκω τώρα και άνοιξε το συρτάρι της κουζίνας, βρες το βιβλίο με τις συνταγές μου, διάλεξε τις αγαπημένες μας και μετά ξέρεις τι να κάνεις.» Του έκλεισε το μάτι, του έδωσε ακόμα ένα φιλί και έφυγε.

Ο μπάρμπα Χρήστος ξύπνησε με ένα όμορφο συναίσθημα. Ναι, ήξερε τι να κάνει. Έβαλε το παλτό του, τον ζεστό του σκούφο, πήρε και το βιβλίο με τις συνταγές της γυναίκας του και έτρεξε στην αγορά. Αφού γέμισε με καλούδια τις τσάντες του, άρχισε να χτυπάει τα κουδούνια όλων των μοναχικών συγχωριανών του και να λέει:

«Έλα τα Χριστούγεννα στο σπίτι μου, θα μαγειρέψω, θα πιούμε και κανένα κρασάκι.»

Το φως στα πρόσωπά τους του επιβεβαίωσαν ότι αυτό ήταν το μήνυμα της γυναίκας του.

Τη μέρα των Χριστουγέννων στο σπίτι του ακούστηκαν παλιά τραγούδια, θυμήθηκαν τα νιάτα τους, ήπιαν στην ανάμνηση των ανθρώπων που δεν ήταν πια στη ζωή τους και φεύγοντας ήταν όλοι χαμογελαστοί και χαρούμενοι.

Ο μπάρμπα Χρήστος πήρε στα χέρια του μια φωτογραφία της γυναίκας του, τη φίλησε και ψιθύρισε «Σ’ ευχαριστώ, σε αγαπώ.»

Το βράδυ ξάπλωσε κουρασμένος και κοιμήθηκε μέχρι την ώρα που άκουσε το κουδούνι του. Όταν άνοιξε τα δύο του εγγονάκια έτρεξαν στην αγκαλιά του. «Κατάφερα να πάρω άδεια, πατέρα θα μείνουμε μαζί σου μέχρι την πρωτοχρονιά.»

Άνοιξε την αγκαλιά του. «Παιδιά μου..», πρόλαβε να πει, πριν τον πάρουν τα δάκρυα, που όμως αυτή τη φορά ήταν από χαρά.

ΤΕΛΟΣ

Subscribe
Notify of
0 Σχόλιο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα ήθελα τις σκέψεις σας, παρακαλώ σχολιάστε.x
()
x