Μαρία Πουλαντεράκη
Πέρα εκεί ψηλά στον ουρανό, μια όμορφη και ηλιόλουστη μέρα, φάνηκε ένας χαρταετός! Πετούσε με χάρη και τίναζε την ουρά του δεξιά κι αριστερά, όλο καμάρι.
Πολύχρωμος και γελαστός έκανε τις βόλτες του και ήταν πολύ χαρούμενος. Πόσο χαριτωμένος ήταν και πόσο δυνατά ακούγονταν τα γέλια του πάνω από τα χωράφια και τα ποτάμια που περνούσε! Παρατηρούσε με προσοχή, και σταματούσε και λίγο, όπου έβλεπε κάτι ενδιαφέρον. Πραγματικά, εκεί που ταξίδευε με βοηθό τον ελαφρύ άνεμο, που τον έσπρωχνε σιγανά πότε ψηλά στα σύννεφα και πότε πιο χαμηλά πάνω από τη γη, κάπου σταμάτησε το περίεργο μάτι του.
Πλησίασε πιο χαμηλά και βλέπει ένα όμορφο καφετί άλογο, να βόσκει χαρούμενο μέσα σε ένα περιβόλι. Πράσινο ολόφρεσκο χορταράκι, γεμάτο με κατακίτρινες μαργαρίτες, κατακόκκινες παπαρούνες και άλλα όμορφα κι ευωδιαστά λουλούδια, έφτιαχναν μια εικόνα μαγευτική! Πολύχρωμος πίνακας ζωγραφικής που ωραιότερο δεν θα μπορούσε να φτιάξει ούτε ο καλύτερος ζωγράφος!
Πετώντας όλο και πιο χαμηλά, ο χαρταετός, έφτασε κοντά στο άλογο. Παρατηρώντας το καλύτερα, είδε κάτι που δεν περίμενε να δει. Πάνω στο κεφάλι του αλόγου, υπήρχε ένα παλιό ψάθινο καπέλο! Παραλίγο να πέσει κάτω ο χαρταετός από το δυνατό γέλιο που τον έπιασε.
« Ποιός σου φόρεσε αυτό το καπελάκι;» ρώτησε ο χαρταετός το άλογο, πνιγμένος στα γέλια. «Πολύ παράξενο φαίνεται,» συνέχισε, «δεν ήξερα ότι και τα άλογα φοράνε καπέλα!»
Πολύ ευγενικά και ήρεμα το άλογο, γύρισε και τον κοίταξε.
«Που ακριβώς βλέπεις το αστείο, στο καπέλο που φορώ;» τον ρώτησε. «Πρακτικά, θα έπρεπε να καταλάβεις και μόνος σου τη χρησιμότητά του. Προστατεύει από τον ήλιο, για να μην με χτυπάει στο κεφάλι και στα μάτια. Περίεργο σου φαίνεται; Ποιός σου είπε ότι εγώ δεν έχω ανάγκη από λίγη σκιά και δροσιά, όταν στέκομαι τόσες ώρες μέσα στο περιβόλι κάτω από το ζεστό ήλιο; »
Πλησιάζοντας κι άλλο το άλογο, ο χαρταετός το κοίταξε καλύτερα. Περιεργάστηκε από κοντά το ψάθινο καπελάκι και το βρήκε πολύ χαριτωμένο. Πολύχρωμα λουλουδάκια, ήταν ραμμένα πάνω του και μια πράσινη κορδέλα το αγκάλιαζε γύρω γύρω. Πραγματικά ήταν ένα πολύ όμορφο καπέλο, αν και κάπως παλιό!!
« Πολύ ωραίο είναι, τελικά » είπε. Παραδέχτηκε πως φαινόταν τέλειο πάνω στο κεφάλι του αλόγου και σταμάτησε το κοροϊδευτικό του γέλιο.
« Που το βρήκες όμως εσύ, μπορείς να μου εξηγήσεις; συνέχισε, «απ’ όσο ξέρω, τα ζώα δεν έχουν χρήματα και δεν μπορούν να αγοράσουν πράγματα από τα μαγαζιά, όπως οι άνθρωποι. »
Πλατύ χαμόγελο χαράχτηκε τότε στο στόμα του ευγενικού αλόγου. Παραξενεύτηκε πάλι ο αετός.
« Πολύ δίκιο έχεις βέβαια» του είπε εκείνο. « Ποτέ κανένα ζώο δεν έχει χρήματα, όμως, αυτό το καπέλο, μου το χάρισε η μικρή κόρη του αφεντικού μου, η Λένα! », πρόσθεσε το άλογο και συνέχισε γλυκά.
«Πόσο πολύ με αγαπάει αυτό το κοριτσάκι δεν μπορείς να φανταστείς. Πόσες και πόσες φορές δεν ανέβηκε στη πλάτη μου για να πάμε μαζί βόλτα; Πάντα απολάμβανε τις στιγμές μας χτυπώντας χαρούμενη τα μικρά της χεράκια και αγκαλιάζοντας το λαιμό μου με τρυφερότητα. Προσέχει πάντα, αν και είναι τόσο μικρή, να έχω καθαρό νερό και φρέσκο χορτάρι να φάω. Πρώτη τρέχει κάθε πρωί να με καλημερίσει και να μου χαρίσει το χάδι της. Πιο πολύτιμο πλάσμα δεν υπάρχει για μένα γι αυτό και δεν αποχωρίζομαι ποτέ το δώρο της! »
«Πολύ ευχαριστήθηκα τη συζήτησή μας» είπε σκεφτικός ο χαρταετός. «Πρέπει όμως να ξεκινήσω πάλι το ταξίδι μου στον ουρανό. Πετάω μακριά να μάθω όσα περισσότερα πράγματα μπορέσω. Πιστεύω ότι έτσι θα καταφέρω να γίνω κι εγώ ένας σοφός χαρταετός. Πρόσεχε τον εαυτό σου, το όμορφο καπέλο σου και την αγαπημένη σου Λένα! Πραγματικά πολύτιμη είναι η φιλία και σημαντική, εσύ μου το έμαθες αυτό και σου είμαι υπόχρεος!» συμπλήρωσε ο αετός.
Πήρε λοιπόν ύψος, έστριψε με χάρη την ουρά του, για έναν τελευταίο χαιρετισμό στον καινούργιο του φίλο, και σηκώθηκε πάλι ψηλά. Ποιός ξέρει, ίσως ο άνεμος τον φέρει ξανά κάποια φορά πάνω από αυτό το περιβόλι, να μάθει νέα για τη Λένα και το καφετί άλογο.
Πάει, πέταξε, ψηλά. Πέρασε πάνω από βουνά, πάνω από θάλασσες και πάλι πάνω από νησιά και πάει σε νέα μέρη μαγικά να μάθει κι άλλα μυστικά….
