Νόπη Γραικούση
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που ζούσε σε ένα μεγάλο παλάτι. Στην κεντρική αίθουσα αυτού του παλατιού υπήρχε ένας χρυσός καθρέφτης που κάθε πρωί έλεγε στον βασιλιά τι συνέβαινε στον κόσμο. Σήμερα το πρωί του είπε κάτι τρομερό…«Βασιλιά κι αφέντη μου από σήμερα όλος ο κόσμος θα είναι ασπρόμαυρος. Οι επτά πύλες της χώρας μαύρισαν. Χάθηκε το Ουράνιο τόξο»
«Γιατί; Πως χάθηκε; Τι σημαίνει αυτό; Πρέπει να βρούμε τι συμβαίνει», είπε ο βασιλιάς και πήγε στο παράθυρο. Και τι να δει!! Οι κάμποι, ο ουρανός, η θάλασσα, τα λουλούδια, όλα λευκά. Και μακριά τα βουνά μαύριζαν! Ο βασιλιάς στεναχωρήθηκε πολύ. Έπρεπε να μάθει οπωσδήποτε τι συνέβαινε και σαν σωστός βασιλιάς έπρεπε να λύσει το πρόβλημα.
Μάζεψε τους υπουργούς του σε συμβούλιο αλλά κανένας δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι. Κάλεσε μετά τους αξιωματικούς του στρατού, αλλά κανένας δεν μπόρεσε να δώσει μια εξήγηση.Το βράδυ ο βασιλιάς δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Βγήκε στο μπαλκόνι του πιο ψηλού του πύργου και κοιτούσε την χώρα του που φάνταζε σαν φάντασμα μέσα στη νύχτα. Όλα φαίνονταν ήσυχα. Αποφάσισε να βγει και να περπατήσει στους άδειους δρόμους. Και το έκανε.Καθώς περπατούσε από ένα μικρό σπιτάκι άκουσε κλάματα. Ένα παιδάκι έκλαιγε ασταμάτητα ενώ μια απαλή φωνή προσπαθούσε να το καθησυχάσει. Προσπέρασε και δυο δρόμους παρακάτω πάλι ένα παιδικό κλάμα τον έκανε να σταματήσει. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές.
Ο βασιλιάς γύρισε στο παλάτι και αναρωτιόταν γιατί έκλαιγαν τα μικρά παιδιά στο δικό του βασίλειο. Πρωί-πρωί, πήγε στο καθρέφτη του.«Βασιλιά κι αφέντη μου», είπε ο καθρέφτης. Στην Γη, έπεσε μια μεγάλη κατάρα, επειδή τα παιδιά είναι δυστυχισμένα» Ο Βασιλιάς ταράχτηκε. Θυμήθηκε τα χθεσινά κλάματα των παιδιών και αποφάσισε να καλέσει σε συμβούλιο όλα τα παιδιά της χώρας.Δίπλα του ο γραμματέας του έπρεπε να καταγράψει την συζήτηση.
Πήγαν όλα και ο βασιλιάς τα ρώτησε γιατί είναι δυστυχισμένα και κλαίνε. Ένα κοριτσάκι, η μικρή Ελπίδα, σηκώθηκε και είπε:
«Μεγαλειότατε, θέλουμε πολλά σχολεία με πολλούς δασκάλους για να πηγαίνουμε». Τα παιδιά χειροκρότησαν με πάθος. Ο βασιλιάς σκέφθηκε πως είχαν αργήσει πολύ οι εργασίες για την ανέγερση του Πανεπιστημίου.
«Μεγαλειότατε θέλουμε πολλές πλατείες για να παίζουμε» είπε ο Κωστής. Τα παιδιά χειροκρότησαν και πάλι. Ο βασιλιάς σκέφθηκε πως τα παιδιά είχαν δίκιο αφού ο πληθυσμός της χώρας είχε αυξηθεί.
«Μεγαλειότατε θέλουμε καθαρές πόλεις και όχι γεμάτες σκουπίδια», είπε η Λενιώ «Ναιιιιιιι». Φώναξαν όλα τα παιδιά μαζί και ο βασιλιάς σκέφθηκε πως τα σκουπίδια δεν έδειχναν τον πολιτισμό της χώρας του.
« Μεγαλειότατε, θέλουμε δάση καταπράσινα και όχι δάση καμένα», είπε ο Θάνος.
« Και να προστατεύουμε τα ζωάκια», πετάχθηκε ο μικρός Χάρης και ο βασιλιάς σκέφθηκε πως έπρεπε να φτιάξει αυστηρούς νόμους
«Θέλουμε τις παραλίες να λαμποκοπούν, Μεγαλειότατε», είπε ο Πετράκης. «Και χώρος για τις χελώνες συμπλήρωσε η Μαιρούλα και ο βασιλιάς σκέφθηκε πόσο δίκιο είχαν τα παιδιά.
Μετά τον λόγο πήρε ο Αχμέτ ένα αγοράκι από την Συρία. «Μεγαλειότατε είμαστε δυστυχισμένα γιατί υπάρχει πόλεμος. Μας ξεριζώνουν από την πατρίδα μας και μετά δεν μας αγαπά κανείς. Η ζωή μας είναι μαύρη και δεν ξέρουμε την ευτυχία». Τα παιδιά δάκρυσαν γιατί πολλά από αυτά δεν είχαν καλοδεχθεί τον Αχμέτ. Και ο βασιλιάς σκέφθηκε ότι έπρεπε να διατηρήσει την ειρήνη στην χώρα του αν ήθελε ευτυχισμένους υπηκόους.
«Μεγαλειότατε θέλουμε να ζούμε με αγάπη», είπε η Ειρήνη, «είμαστε δυστυχισμένα γιατί εμείς αλλιώς τον περιμέναμε τον κόσμο». Τα παιδιά σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους και χειροκρότησαν δυνατά. Ο βασιλιάς συγκινημένος και αρκετά προβληματισμένος υποσχέθηκε ότι θα κάνει ότι πρέπει για να φτιάξει τον κόσμο τους όπως τους τον είχαν υποσχεθεί.Όλα τα παιδιά συμφώνησαν ότι θα σταματήσουν να κλαίνε μόνον όταν ο κόσμος γύρω τους γίνει όπως τους τον είχαν τάξει οι μεγάλοι. Το συμβούλιο έληξε.
Το βράδυ καθισμένος στον θρόνο του φώναξε τον γραμματέα του.
«Πόσα είναι τα αιτήματα των παιδιών;» ρώτησε.
«Επτά, βασιλιά μου»
«Επτά;;; Επτά!! «Όσα και οι πύλες της χώρας! Όσα και τα χρώματα του ουράνιου τόξου!»
Την άλλη μέρα ο βασιλιάς νομοθέτησε νέους νόμους για την προστασία, την ισονομία, την ελευθερία, για νέα σχολικά κτίρια και αυστηρούς νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος. Απορροφημένος από όλες αυτές τις εργασίες τις οποίες επόπτευε ο ίδιος, δεν πήγαινε στον μαγικό του καθρέφτη. Μια Κυριακή πρωί όμως που ξεκουραζόταν θυμήθηκε τον καθρέφτη του. Πήγε γρήγορα και στάθηκε μπροστά του.
«Το Ουράνιο τόξο επέστρεψε», είπε ο καθρέφτης. «Όλα έγιναν όπως πριν. Η ζωή στην χώρα έχει χρώματα»
Ο βασιλιάς βγήκε στο μπαλκόνι του και χαρούμενος αντίκρισε την καταγάλανη θάλασσα, τα καταπράσινα λιβάδια, τα πυκνά δάση μα περισσότερο χάρηκε με τα λουλούδια που στόλιζε η φύση την χώρα του.

Πολύ έξυπνο το εύρημα με τα αιτήματα των παιδιών, η ταύτιση με τα 7 χρώματα του ουράνιου τόξου και πολύ ελπιδοφόρο το αποτέλεσμα με την αλλαγή των νόμων προς όφελος των παιδιών, της ελπίδας του κόσμου.Αφήνει μια γεύση αισιοδοξίας το τέλος.
Μέσα από ένα παραμυθι εκφράζονται όλες οι ανησυχίες της σημερινής κοινωνίας και των παιδιών. Μακάρι οι μεγάλοι να άκουγαν τα παιδιά