Δόθηκαν πέντε λέξεις, (σκάλα, ουρανός, παράξενο, φασαρία, κλαδιά), στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής και η Αναστασία Π. μαθήτρια της Γ΄ Γυμνασίου, μας έφτιαξε αυτό το υπέροχο παραμύθι!!!
Ας πετάξουμε μαζί με το ιπτάμενο παραμύθι της Αναστασίας…
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα αστέρι που ζούσε στον ουρανό και είχε μια μεγάλη επιθυμία. Ήθελε να κατέβει στη γη και να γνωρίσει από κοντά τους ανθρώπους. Δεν ήταν εύκολο βέβαια κάτι τέτοιο, γιατί απαγορευόταν στα μικρά αστέρια να κατεβαίνουν. Μια νύχτα όμως, συνέβη κάτι παράξενο την ώρα που το μικρό αστέρι βγήκε να φωτίσει. Είδε ξαφνικά μπροστά του πελώρια κλαδιά να ξεφυτρώνουν μέσα από τα σύννεφα και να φτάνουν ως εκεί που ήταν αυτό. Γεμάτο περιέργεια, πήγε κοντά και διαπίστωσε ότι τα κλαδιά αυτά έφταναν ως τον ουρανό από ένα δέντρο που βρισκόταν στη γη. Μια ιδέα άστραψε τότε στο μυαλό του, να χρησιμοποιήσει αυτά τα κλαδιά ως σκάλα για να κατέβει στη γη και το έκανε αμέσως. Κατέβηκε λοιπόν, τα κλαδιά γρήγορα γρήγορα και βρέθηκε σ’ ένα δάσος. Κοίταζε γύρω του όλα εκείνα τα δέντρα και τα φυτά, τα ζώα και τα πουλιά και ένιωθε χαρούμενο που γνώριζε όλα αυτά τα σπουδαία. Περπάτησε ώσπου βγήκε έξω από το δάσος και βρέθηκε σε μία πόλη. Εκεί ενθουσιάστηκε με τα μεγάλα σπίτια, τους δρόμους αλλά και τους ανθρώπους. Τους έβρισκε όμορφους και τόσο διαφορετικούς από όλα όσα είχε δει μέχρι τώρα. Πλησίασε κοντά για να δει πώς συμπεριφέρονταν μεταξύ τους. Αυτό που είδε όμως, τον τρόμαξε. Όπου βρίσκονταν άνθρωποι, γινόταν μεγάλη φασαρία. Άλλοι μιλούσαν δυνατά, άλλοι γελούσαν δυνατά και άλλοι τσακώνονταν με έντονο τρόπο. Όλα αυτά το ζάλισαν και το τρόμαξαν, μιας και εκείνο είχε συνηθίσει σε ησυχία, τάξη και αρμονία. Δεν του άρεσε τώρα αυτό που έβλεπε και είχε μετανιώσει που κατέβηκε. Έτσι, πήρε το δρόμο της επιστροφής και έφτασε στο δάσος όπου ήταν το δέντρο που έφτανε ως τον ουρανό. Ανέβηκε γρήγορα επάνω και έφτασε στο σπίτι του. Από τότε δεν ξανακατέβηκε στη γη, του έφτασε η μία φορά που είχε γνωρίσει από κοντά τους ανθρώπους. Έμεινε για πάντα εκεί ψηλά, λάμποντας όσο πιο δυνατά μπορούσε, για να φωτίζει και να ζεσταίνει με τη λάμψη του τις καρδιές των ανθρώπων!
Τέλος
Αναστασία Π., Γ’ Γυμνασίου