«Στη σκιά του γέρο-πλάτανου»

Νόπη Γραικούση

Καλησπέρα φίλε μου. Ήρθα στην δροσιά σου να πιω το καφεδάκι μου. Σήμερα όλα είναι ήσυχα στο χωριό. Ανηφόρισαν όλοι στον Άη-Λια για το πανηγύρι. Εγώ δεν πήγα. Μου αρέσει η ησυχία. Και όπως σε είδα να κουνάς τα τεράστια κλαδιά σου στην βραδινή αύρα, είπα, ας πάω να τα πω με τον φίλο μου που με καλεί.  Θυμάσαι; Εγώ θυμάμαι τότε που ήμουν πιτσιρικάς και σκαρφάλωνα στα κλαδιά σου. Εκεί κρυβόμαστε και γελάγαμε όταν μας έψαχναν οι μανάδες μας. Μετά βέβαια, μας τις έβρεχαν. Μέχρι που αποφάσισαν να μας φτιάξουν μια κούνια για να μπορούν να μας ελέγχουν. Τι ωραία χρόνια! Μεγάλωσα γέρο- πλάτανε, μεγάλωσα. Κι εσύ μεγάλωσες, δε λέω. Εμένα με πνίγουν οι αναμνήσεις. Εσένα σίγουρα σε πνίγουν τα μυστικά των ανθρώπων. Όλα τα ξέρεις εσύ. Στάθηκες ο μοναδικός μου φίλος. Στα κλαριά σου σκαρφάλωνα για να κρυφτώ μέσα στα φύλλα σου και να κλάψω, ή για να γράψω το ραβασάκι μου στην Αννούλα. Και το άφηνα στην μικρή σου κουφάλα για να το βρει. Αχ! Τι ωραία χρόνια! Μετά μεγάλωσα και μπήκα στα βάσανα. Θυμάμαι το γέρο μου. .. Και εσύ θα τον θυμάσαι. Είμαι σίγουρος. Μόνο εμένα έστελνε για δουλειά. Τον μικρό, τον Αναστάση τον είχε από κοντά. Μην του κουραστεί, μην πέσει, μην κλάψει. Γι’ αυτόν τον Αναστάση έφυγα από το χωριό. Αυτά δεν στα έχω πει και δεν ξέρω τι μ’ έπιασε απόψε και θέλω να στα πω. Ίσως επειδή είμαστε μόνοι μας. Πήγα λοιπόν μετανάστης στο Βέλγιο. Εκεί δούλεψα σαν σκλάβος σε κάτι ορυχεία, για να στέλνω λεφτά στον πατέρα να σπουδάσει γιατρός ο Αναστάσης. Άφησα εκεί τα σωθικά μου και έθαψα και τα όνειρά μου. Εγώ ήθελα να γίνω γιατρός, αλλά ο πατέρας ονειρευόταν γιατρό τον «αγαπημένο» του. Εγώ σαν μεγαλύτερος είχα ευθύνες. Και το αποτέλεσμα; Ο Αναστάσης στη φυλακή για φόνο, ο γέρος στο χώμα, κι εγώ…. Η μάνα είχε πεθάνει νωρίς. Ευτυχώς που έχουμε στο σπίτι μια φωτογραφία από τον γάμο τους. Αλλιώς ούτε που θα θυμόμουν το πρόσωπό της. Βλέπεις ήμουν μόλις τεσσάρων όταν πέθανε στην γέννα του Αναστάση.  Σε Κακώς σε στενοχωρώ, όμως. Αυτά έχει η ζωή. Έχασα και την Αννούλα… Δε βαριέσαι! Κάποιοι γεννιώνται με χρέη… Τον έφτιαξα πικρό τον καφέ… λες γι’ αυτό με έπνιξαν οι πίκρες; Δεν έχω καλές θύμησες φίλε μου από αυτόν τον τόπο. Μόνο το ένα και μοναδικό φιλί της Αννούλας, τότε που είμαστε δέκα χρονώ. Τώρα αν μπορούσες να με ρωτήσεις τι ήρθα να κάνω στο χωριό, θα σου έλεγα πως, ήρθα για να κατανοήσω και να συγχωρήσω αυτούς που εκμεταλλεύτηκαν την ζωή μου.                                                               

  Άντε, πολλά τα είπαμε γι’ απόψε. Πάω στο φτωχικό μου που με περιμένει το κρεβάτι  μου. Σε αυτό θα με βρουν μια μέρα, χα, χα,χα… Καλή σου νύχτα μοναδικέ μου φίλε!

Subscribe
Notify of
1 Σχόλιο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Κατερίνα
1 year ago

Τόσα πολλά συναισθήματα σε ένα μικρό κείμενο, υπέροχο

1
0
Θα ήθελα τις σκέψεις σας, παρακαλώ σχολιάστε.x
()
x