Νόπη Γραικούση
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και ξαφνικά βλέπω το δέντρο να αρχίζει να μετακινείται κουνώντας τα κλαδιά του και να μου φωνάζει: «Έλα, έλα κοντά μου!»
Έμεινα ακίνητη σαν άγαλμα. Ένιωσα το δέρμα μου να παγώνει και τους χτύπους της καρδιάς μου να πασχίζουν να ανοίξουν έξοδο στο στήθος μου. Έτριψα τα μάτια μου. «Δεν είναι δυνατόν αυτό που συμβαίνει. Πως μπορεί το δένδρο να κινείται και ακόμα περισσότερο να μου μιλάει.». Και όμως η εικόνα επαναλαμβανόταν, αργά και σταθερά σαν ταινία σινεμασκόπ.
Την ίδια στιγμή ζωντάνεψαν μέσα μου οι αναμνήσεις. Αυτό το δένδρο το είχαμε φυτέψει μαζί με τον παππού όταν ήμουν επτά χρόνων. Μου είχε μάθει όλα τα μυστικά του. Το φροντίζαμε παρέα μέχρι που έφυγε για τους κήπους του ουρανού. Το δένδρο είναι μια ευαίσθητη μανόλια που τώρα δέκα ολόκληρα χρόνια περιμένω να δω τα λευκά της άνθη και να μυρίσω το άρωμά της. Και αυτή αντί να ανθίσει , περπατάει και μου φωνάζει.
Η περιέργεια νίκησε τον φόβο και όλες οι αναστολές μου παραμέρισαν. Έκλεισα το παράθυρο και βγήκα στον κήπο. Τη βρήκα στην θέση της. Μόνο τα κλαδιά της κινούνταν επίμονα, σχεδόν κυκλικά και με τέμπο, σαν να έλεγαν «έλα κοντά μου». Την πλησίασα, Έπρεπε να βεβαιωθώ ότι δεν ήμουν θύμα παραισθήσεων.
Άπλωσα το χέρι μου και την χάιδεψα. Τα κλαδιά χαλάρωσαν και θα έλεγα πως ήθελαν να με αγκαλιάσουν, όταν ένας τρομακτικός θόρυβος ακούστηκε. Ένα αυτοκίνητο είχε ξεφύγει της πορείας του, είχε γκρεμίσει την μάντρα και είχε σταματήσει στο παράθυρό μου. Το μισό μέσα στο σπίτι και το υπόλοιπο απ’ έξω.
Την επόμενη στιγμή βρέθηκα ανάμεσα σε πολύ κόσμο, που ήρθε να δει αν είμαι καλά. Εγώ αγκάλιασα τη μανόλια και της ψιθύρισα: «Ευχαριστώ». Κάποιοι με κοίταξαν καχύποπτα. Τι να τους έλεγα; Πως με έσωσε το δένδρο; Ή μήπως ήταν ο παππούς;!
Πραγματικά εξαιρετικό! Σύντομο μα τόσο περιεκτικό σε συναισθήματα!!!