Μαίρη Κολοβού
Από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου, η γιαγιά μου έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στη ζωή μου. Ήταν εκείνη που με πρόσεχε όταν οι γονείς μου δούλευαν ή όταν έπρεπε να ταξιδέψουν και να λείψουν για καιρό. Μόλις γεννήθηκα, άφησε το όμορφο χωριό της ψηλά στον Ταΰγετο, το οποίο βέβαια επισκεπτόμασταν κάθε καλοκαίρι όσο τα σχολεία ήταν κλειστά, και ήρθε να μείνει μαζί μας στην Αθήνα.
Αεικίνητη, κάθε μέρα έτρεχε μέσα στο σπίτι πάνω κάτω μαγειρεύοντας, φτιάχνοντας πεντανόστιμα γλυκά και καθαρίζοντας. Δεν σταματούσε, παρά μόνο αργά το απόγευμα που έπαιρνε το πλεκτό της. Αυτό ήταν το σήμα ότι άρχιζε η ξεκούραση της γιαγιάς. Ήταν η καλύτερή μου ώρα και πάντα φρόντιζα να έχω τελειώσει τα μαθήματά μου, γιατί κάθε απόγευμα κρεμόμουν από τα χείλη της για να ακούω τις υπέροχες ιστορίες της. Ιστορίες κυρίως από το χωριό της, από τη ζωή της εκεί. Τα ζώα που είχε κάποτε, τα χωραφάκια της, τις δουλειές της γενικότερα. Μάθαινα την ιστορία ενός τόπου κάμποσες γενιές πίσω. Τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής. Την περίοδο της κατοχής και τόσα άλλα.
Ήμουν σίγουρη ότι η γιαγιά μου ήταν μια «κινητή μηχανή ιστορίας». Και σκεφτόμουν με λύπη ότι, όταν η γιαγιά μου θα έφευγε από αυτόν τον κόσμο, όλα αυτά τα ωραία πράγματα που μου είχε πει, θα χάνονταν. Δεν ήξερε να γράφει. Στον καιρό της, τα κορίτσια δεν πήγαιναν στο σχολείο. Δεν ήταν απαραίτητο.
Τότε ήταν που μου καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα να γράψω εγώ όλα αυτά που μου διηγούταν η γιαγιά και να φτιάξω ένα βιβλίο. Ήμουν σίγουρη ότι θα το χαιρόταν ιδιαίτερα.
Κι αυτό έκανα. Την έβαζα να μου λέει ξανά και ξανά κάποιες ιστορίες που δεν θυμόμουν καλά και εγώ μετά το βράδυ στο κρεβάτι μου τις καθαρόγραφα σε ένα ωραίο τετράδιο που είχα μαγευτεί όταν το πρωτοείδα στο βιβλιοπωλείο και το πήρα. Είχε απ’ έξω τη φωτογραφία μια γιαγιάς που τάιζε τις κότες της με φόντο ένα χωριό. Θεώρησα ότι ήταν ένα σημάδι, κάτι σαν κάρμα.
Μου πήρε καιρό, αλλά κάποτε το τετράδιο γέμισε. Σε μερικές σελίδες μάλιστα έκανα και κάποιες ζωγραφιές.
Διάλεξα την ημέρα των γενεθλίων της, όταν έκλεινε τα 85 και περίμενα να πάει για τη μεσημεριανή της σιέστα. Τότε, μπήκα προσεκτικά και άφησα το βιβλίο, τυλιγμένο σ’ ένα υπέροχο χαρτί, δίπλα στο κρεβάτι της και χαμογελούσα σα σκεφτόμουν τη χαρά που θα κανε όταν θα ξυπνούσε και θα το έβρισκε. Θα την άφηνα για λίγο μόνη της να το απολαύσει και θα παρουσιαζόμουν αργότερα να μου πει τις εντυπώσεις της. Χρόνια πολλά, γιαγιά!!!
Πολύ όμορφο και συναισθηματικό