Τον έδεσε τον γάιδαρό του

Μαρία Πουλαντεράκη

“Τον έδεσε τον γάιδαρό του”, είπε η Αγγέλω στη Μηλιά κοιτάζοντας λοξά προς το μέρος του Γιώργη που τα έπινε με την παρέα του στο καφενείο.

‘Ήταν απόγευμα και οι καρέκλες κάτω από το κεντρικό πλατάνι στην πλατεία του χωριού ήταν ήδη γεμάτες. Ομιλίες ζωηρές, γέλια και πειράγματα ακούγονταν από παντού. Ο κρότος από τα ζάρια έμοιαζε να τραγουδάει το δικό του ρυθμό καθώς το τάβλι αποτελούσε το πλέον αγαπητό είδος διασκέδασης και υψηλής απόδειξης των εξαιρετικών δεξιοτήτων όλων σχεδόν των κατοίκων της Μικροπλαγιάς.

“Τι εννοείς Αγγέλω”; ρώτησε η Μηλιά που δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο στην άγρα πληροφοριών.

“Τι δεν ξέρεις τίποτα εσύ; Που ζεις; αντιγύρισε η Αγγέλω δείχνοντας με το βλέμμα της τον Γιώργη που κερνούσε κεφάτος τους συγχωριανούς του.

“Κάτι μου λέει πως έφτασε η ώρα να μάθω κι εγώ, άντε λέγε επιτέλους”!

“Έλα, πάμε μέχρι το σπίτι μου να σου ψήσω κι ένα καφεδάκι να τα πούμε με την ησυχία μας” απάντησε το καλόγνωμο κατά τα άλλα γραφείο πληροφοριών του χωριού, κουβαλώντας δυο θεόρατες τσάντες γεμάτες φρούτα και ζαρζαβατικά που μόλις είχε ψωνίσει.

Οι δύο γυναίκες έφτασαν μπροστά από την ξύλινη αυλόπορτα και μπήκαν στην αυλή. Η Μηλιά κάθισε στην πάνινη πολυθρόνα, χαζεύοντας γύρω της την ομολογουμένως απόλυτη χρωματική και ευωδιαστή πανδαισία από τα παρτέρια και τις  γλάστρες περιμένοντας την φίλη της να φέρει τους καφέδες. Σε λίγα λεπτά φάνηκε η οικοδέσποινα κρατώντας έναν ξύλινο δίσκο με δύο φλιτζάνια μυρωδάτο καφέ, δύο πιατάκια γεμάτα σπιτικό γλυκό κυδώνι και κρύο νερό. Με το κάθισε στην πολυθρόνα, ξεκίνησε να μιλά.

“Λοιπόν που λες, ο Γιώργης, καλό παιδί, δε λέω, τίμιο και σεβαστικό και δουλευταράς, αλλά φτωχός. Μεροδούλι, μεροφάι που λέμε. Ο Γιώργης λοιπόν, έχει ή μάλλον είχε ένα θείο, αδελφό του πατέρα του, τον Κωστή. Ο Κωστής είχε φύγει στην Αμερική από παιδάκι. Δούλεψε σκληρά,  σπάνια ερχόταν στο χωριό καμιά φορά το καλοκαίρι. Παντρεύτηκε, μα δεν έκανε παιδιά, αυτός και η γυναίκα του μόνοι και άκληροι. Όμως απ’ ότι μαθαίναμε τα κατάφερε μια χαρά. Έκανε δικά του μαγαζιά και έγινε μεγάλος και τρανός. Πολλά λεφτά! Η γυναίκα του πέθανε πριν λίγα χρόνια και ο ίδιος μας άφησε χρόνους στις αρχές του μήνα”, είπε η Αγγέλω κι έκανε παύση για να απολαύσει μία θεία κουταλιά από το γλυκό της. Ήπιε και το νεράκι της και συνέχισε με ένα γελάκι όλο υπονοούμενα.

“Ο Κωστής λοιπόν πάει κι αυτός. Πριν λίγες μέρες ήρθε ένας δικηγόρος από την Αθήνα και γύρευε τον Γιώργη. Και άκου τώρα άμα η τύχη σου τόχει γραμμένο θα σε βρει κι από την άλλη άκρη της γης. Ο θείος, άφησε όλη του την περιουσία στον ανιψιό. Χρήμα, μαγαζιά, σπίτι, αυτοκίνητα, ότι είχε και δεν είχε. Να τώρα όπου να ‘ναι ετοιμάζεται να κατέβει στην Αθήνα να φτιάξει τα χαρτιά που χρειάζονται και μετά θα μας χαιρετήσει και θα πάει στην Αμέρικα. Ποιος τον πιάνει τώρα! Θα γίνει Αμερικάνος κι αυτός και πάμπλουτος! Τι σου έλεγα πριν; Τον έδεσε τον γάιδαρό του αυτός για τα καλά! Αυτό θα πει τύχη! Μα δοκίμασε το κυδώνι σου, να μου πεις αν το πέτυχα”, είπε η Αγγέλω στη φίλη της, πίνοντας μια γουλιά καφέ.

“Μπράβο του, μακάρι να είναι καλά ο άνθρωπος να χαρεί την περιουσία του”, απάντησε η Μηλιά, τρώγοντας το γλυκό της με φανερή απόλαυση.

“Μακάρι το παλικάρι να γλιτώσει απ’ τη φτώχεια γελώντας η Αγγέλω  συμπλήρωσε: Άντε και στα δικά μας, να μας θυμηθεί κι εμάς η κυρά τύχη καμιά φορά! Στην υγειά μας πάντα καλά νέα να ακούν τα αυτιά μας”!

ΤΕΛΟΣ

Subscribe
Notify of
0 Σχόλιο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα ήθελα τις σκέψεις σας, παρακαλώ σχολιάστε.x
()
x