«Όλα ανάποδα»

Μαρία Πουλαντεράκη

Το καράβι έδεσε στην μικρή αποβάθρα. Ήμουν η μόνη που αποβιβάστηκε, αλλά δεν μου φάνηκε περίεργο. Ακολούθησα το δρόμο και βρέθηκα μπροστά σε μια επιγραφή που έλεγε: “Kακωσορίσατε στην ανάποδη χώρα. Προχωρήστε δεξιά”. Όμως το σήμα που ήταν ζωγραφισμένο, έδειχνε ξεκάθαρα αριστερά! Προχώρησα λοιπόν αριστερά και βρέθηκα μπροστά σε κάτι που μόνο στη φαντασία θα μπορούσε να υπάρχει. Ήταν η πρωτεύουσα μιας χώρας που όλα λειτουργούσαν ανάποδα!

Τα σπίτια στέκονταν πάνω στις στέγες τους και οι πόρτες ήταν στην πάνω μεριά τους έτσι, που για να κατέβει κάποιος χρησιμοποιούσε σκαλιά. Μα και τα σκαλιά, τα κατέβαιναν γυρισμένοι με την πλάτη στο δρόμο. Τα αυτοκίνητα επίσης πήγαιναν ανάποδα. Εκεί που οι πινακίδες έδειχναν ευθεία μπροστά, εκείνα πήγαιναν πίσω. Όπου έδειχναν δεξιά, εκείνα ακολουθούσαν αριστερή πορεία. Παρατηρώντας καλύτερα είδα πως στα παγκάκια κάθονταν οι άνθρωποι με τα πόδια στραμμένα εκεί όπου κανονικά θα έπρεπε να ακουμπούν την πλάτη τους. Όσοι κρατούσαν εφημερίδες ή βιβλία τα κρατούσαν ανάποδα. Πιο πέρα στο πάρκο της πόλης, είδα ανθρώπους να βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους. Με  μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα πως το λουρί ήταν περασμένο στο λαιμό των ανθρώπων και το κρατούσαν στο στόμα τους τα σκυλιά! Παρατηρώντας καλύτερα είδα πως τα ρούχα τους, τα καπέλα και τα παπούτσια τους ήταν όλα φορεμένα ανάποδα. Επίσης όλοι κρατούσαν ανοιχτές ομπρέλες, σαν να έβρεχε. Όμως ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Ρώτησα έναν περαστικό να μάθω τι εποχή του χρόνου ήταν και η απάντηση με ξάφνιασε πολύ.”Μα είναι καταχείμωνο, δεν το βλέπεις”;  Στο μεγάλο ρολόι του Δημαρχείου της πόλης, οι δείχτες γυρνούσαν αριστερόστροφα. Ήταν πρωί ακόμη, αλλά οι κάτοικοι κάθε φορά που συναντιόντουσαν αντί να καλημερίζονται, έλεγαν “καληνύχτα!” Στο πλάι της πόλης κυλούσε ένα όμορφο ποτάμι που τα νερά του είχαν αντίθετη ροή από τη συνηθισμένη.

Μπαίνοντας σε ένα κατάστημα να φάω κάτι, μου σέρβιραν ένα αφέψημα. Δίπλα μου ένας πελάτης παρήγγειλε ρόφημα αλλά πήρε ένα πιάτο με φρεσκοψημένα ψωμάκια γεμισμένα με τυρί. Μετά από προσεχτική παρατήρηση, κατάλαβα πως όταν πεινούσαν έπιναν κάτι και όταν διψούσαν έτρωγαν! Το επόμενο κατάστημα, που κατάφερα να διαβάσω την γραμμένη ανάποδα επιγραφή του, έγραφε “Ζαχαροπλαστείο”. Μπήκα και ζήτησα ένα κρουασάν σοκολάτας. Ο ευγενέστατος υπάλληλος μου έδωσε ένα μπολ με κοτόσουπα! Το πιο παράξενο ήρθε όταν ζήτησα να πληρώσω και αντί γι αυτό, ο υπάλληλος πλήρωσε σε εμένα το αντίτιμο της παραγγελίας μου. Δοκίμασα και σε ένα κατάστημα που έγραφε στην πρόσοψη, όπως συνήθως ανάποδα, “Μαγειρείον” και αντί για την μακαρονάδα που παρήγγειλα, μου έφεραν μια πάστα αμυγδάλου! Στο τέλος αντί να πληρώσω εγώ, πάλι πληρώθηκα από τον ιδιοκτήτη!

Είχε φτάσει πια σούρουπο και από παντού ακουγόταν ο χαιρετισμός “Καλημέρα”. Αποφάσισα να κάνω άλλη  μια απόπειρα, μήπως και καταφέρω να φάω βραδινό. Μα όπως το είχα φανταστεί, μου σέρβιραν ένα ωραιότατο πλήρες πρωινό!

Ρώτησα κάποιον που καθόταν σε διπλανό τραπέζι να μάθω αν η πόλη είχε σχολείο και αν μπορούσα να το επισκεφτώ. Πολύ ευγενικά προσφέρθηκε να με πάει ο ίδιος. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς έπρεπε να συγχρονιστώ και να περπατήσω  ανάποδα. Το σχολείο λειτουργούσε το βράδυ και μόλις φτάσαμε επιτέλους, αυτό που αντίκρισα ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Οι μαθητές ήταν όλοι ενήλικοι και ο δάσκαλος ήταν ένα παιδί! Παρατήρησα κατόπιν, ότι τα θρανία ήταν σε βάθρο και η έδρα χαμηλά. Επίσης όλοι έγραφαν από το τέλος προς την αρχή της σελίδας! Τέλος, την στιγμή που ο δάσκαλος – παιδί, διάβαζε μια αστεία ιστορία, όλοι οι μαθητές αναλύθηκαν σε λυγμούς! Το σκηνικό φάνταζε τραγελαφικό!

Αφού κατάφερα να βρω ένα δωμάτιο για να κοιμηθώ και να συνέλθω από όλα τα παράξενα που είχα συναντήσει , αποφάσισα το επόμενο πρωί να εξερευνήσω και την εξοχή αυτής της περίεργης χώρας.

Βρέθηκα μπροστά σε μια πινακίδα που έγραφε “Προς κέντρο” και ακολουθώντας την, έφτασα έξω από την πόλη, σε απέραντα ανθισμένα λιβάδια με καταπράσινα δέντρα. Κοιτάζοντας προσεχτικότερα, είδα πως κι εδώ το ανάποδο βασίλευε. Τα δέντρα και τα λουλούδια, είχαν τις ρίζες τους ψηλά, έξω από το χώμα ενώ τα πέταλα και τα φύλλα, ακουμπούσαν στη γη. Διάφορα είδη πουλιών είχαν χτίσει τις φωλιές τους ανάμεσα από τις ρίζες.

Επέστρεψα γρήγορα από το ίδιο μονοπάτι, πέρασα μέσα από την πρωτεύουσα της ανάποδης χώρας και με βήμα βιαστικό έφτασα στο λιμάνι. Αδύνατον να μείνω άλλο σε αυτή την μπερδεμένη χώρα. Τα όρια της αντοχής μου είχαν ξεπεραστεί, ούτε μπορούσα να υποφέρω τα γεμάτα περιέργεια βλέμματα των πολιτών της. Με κοιτούσαν σαν εξωγήινο. Καθόλου περίεργο βέβαια, αφού για αυτούς εγώ ήμουν το ανάποδο! Κάθισα σε ένα παγκάκι στο μόλο και περίμενα υπομονετικά το καράβι της επιστροφής στον κανονικό κόσμο, αυτόν που μου ήταν γνώριμος και συμβατός.

Subscribe
Notify of
3 Σχόλιο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Κατερίνα
2 months ago

Πολύ πρωτότυπο, ευφάνταστο και διασκεδαστικό

Αντωνία
Απάντηση σε  Κατερίνα
1 month ago

Παράξενο και εντυπωσιακό συγχρόνως!!!

Nopi
2 months ago


3
0
Θα ήθελα τις σκέψεις σας, παρακαλώ σχολιάστε.x
()
x