Το μουσικό κουτί

Νόπη Γραικούση

Η Ελένη γύρισε ύστερα από πολλά χρόνια στο χωριό. Η αλήθεια είναι πως δεν θα γύριζε ποτέ. Δεν είχε να θυμάται τίποτα καλό. Μόνο πίκρα, πόνο και θυμό της δημιουργούσε κάθε τι που είχε σχέση με τον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε, αγάπησε και μάτωσε. Έφυγε μακριά, στο εξωτερικό, ζητώντας μέσα από μια νέα κοινωνία, νέα γλώσσα, να ξεχάσει την μέχρι τότε ζωή της. Η ζωή έχει γυρίσματα. Έτσι έλεγε η γιαγιά Ελένη και σίγουρα είχε δίκιο, Να που ήρθε η ώρα να κάνει το ταξίδι της επιστροφής. Ας είναι καλά η αδελφή της και ο σύζυγός της. Θέλουν το σπίτι. Πρέπει να γίνουν τα “ πρέποντα”. Δεν θέλει τίποτα. Μόνο να υπογράψει και να φύγει. Από το έμπα του χωριού τα μάτια της εντόπισαν τις αλλαγές στον τόπο. Έψαξε με το βλέμμα τα σπίτια, καθώς οι αναμνήσεις όρμησαν σαν χείμαρρος και την κατέκλυσαν. «Εδώ έμενε η κυρά Σταματία, εδώ ήταν το μαγαζί του κυρ-Παντελή… Ω! αναστέναξε, έσφιξε τα δόντια και πήγε με αρκετή ταχύτητα ομολογουμένως στο σπίτι της. Το πέτρινο διώροφο παρέμενε παγερά αδιάφορο. Έτσι ένοιωσε και την καρδιά της. Παγερά αδιάφορη. Την περίμεναν με ανυπομονησία. Δεν την ρώτησαν που ζούσε, τι έκανε, αν ήταν καλά, αν ήταν ευτυχισμένη. Μόνο αν η απόφασή της να αποχωρήσει από την πατρική περιουσία ήταν τελεσίδικη.  Η Ελένη το  επιβεβαίωσε, μόνο και μόνο για να σταματήσουν να μιλούν. Σηκώθηκε και πήγε σε όλα τα δωμάτια. Όχι για τις θύμησες. Κάτι έψαχνε. Έψαχνε ένα μικρό κουτί που η γιαγιά Ελένη της είχε χαρίσει όταν πήγε την πρώτη μέρα σχολείο. Το είχε φέρει από τη Σμύρνη. Όταν το άνοιγες, ακουγόταν μια υπέροχη μουσική. Αυτή η μουσική ήταν η μοναδική και αχώριστη ανάμνησή της. Στο εξωτερικό πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα στο δισκοπωλείο της γειτονιά της και άκουγε μουσική προσπαθώντας να βρει το συγκεκριμένο μουσικό κομμάτι. Και, κάποια μέρα το βρήκε. Ήταν ένα ελάχιστο κομμάτι με μουσική του Μπετόβεν. Είχε αγοράσει το δίσκο και τον άκουγε κάθε μέρα, ενθυμούμενη τη γιαγιά Ελένη και τις ιστορίες της. Και έτσι μπορούσε να κοιμηθεί κάθε βράδυ.

Δεν το έβρισκε πουθενά. Αποφάσισε να κατέβει στο υπόγειο. Μέσα στην σκόνη τυλιγμένο με ιστούς αράχνης, το βρήκε πεταμένο σε μια γωνιά. Το σήκωσε με αγάπη, το κράτησε τρυφερά στην αγκαλιά της, τίναξε με απαλές κινήσεις για να μην το πληγώσει τη σκόνη και τους ιστούς,  και  το έφερε στα χείλη της . Το άνοιξε. Η μουσική άρχισε δειλά να παίζει. Η Ελένη πάγωσε. Δεν ήταν η μουσική της.  Το περιεργάστηκε. Δεν είχε εκείνο το μικρό ράγισμά στην μπροστινή δεξιά γωνία. Και τότε μια σκέψη την συντάραξε.                                               

Άρα, το είχαν σπάσει και το αντικατέστησαν με καινούριο!

Subscribe
Notify of
1 Σχόλιο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
Μαρία Πουλαντεράκη
11 months ago

Απλά υπέροχο!!!Πολύ βαθιά συναισθήματα σε κατακλύζουν διαβάζοντάς το!!!

1
0
Θα ήθελα τις σκέψεις σας, παρακαλώ σχολιάστε.x
()
x