Νόπη Γραικούση
«Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος», είπε γελώντας ο κυρ-Θύμιος. Μαζί του γέλασε και όλη η παρέα καθώς παρακολουθούσαν τον Μητσάρα να απομακρύνεται από τον Σταθμό της Χωροφυλακής με βήμα γοργό και το κεφάλι κατεβασμένο. Ο Μητσάρας, γέννημα θρέμμα του χωριού ήταν μία ιδιαίτερη περίπτωση. Από παιδί σκάρωνε ότι διαολιά του καρφωνόταν και κατάφερνε να βγαίνει «λάδι». Και αφού το αποτέλεσμα πάντα τον δικαίωνε, οι κομπίνες έγιναν δεύτερη φύση του, καθώς μεγάλωνε. Τίποτα δεν μπορούσε να κάνει χωρίς να σκεφτεί να ξεγελάσει τον άλλον. Και η ικανοποίηση του «άπιαστου» τον γέμιζε περηφάνια. Όλοι στο χωριό γνώριζαν ποιος σκαρώνει τις «βρωμοδουλειές» αλλά ελλείψει αποδεικτικών, τον ανέχονταν.
Την χρονιά που η Κυβέρνηση επέκτεινε την φορολογική της πολιτική και απαίτησε φόρους για το εισόδημα, για τη γη και για άλλα πολλά ακόμα, ο Μητσάρας είχε κληρονομήσει το πατρικό του. Το χαρτί έλεγε ότι έπρεπε να πληρώσει χρήμα πολύ μα εκείνος δεν το είχε σκοπό. Το μυαλό του λοιπόν, δούλευε ασταμάτητα προκειμένου να βρεθεί «λύσις βολική». Και την βρήκε. Έταξε χρήμα στον παπά και στον γιατρό, και με την βοήθεια της γυναίκας του, «πέθανε». Κλάμα, οδυρμός, κηδεία, όλα τα πρέποντα.
Τον τάφο δεν τον σκέπασαν και πολύ καλά για να μπορεί να ανασαίνει. Κάθε απόγευμα «η χήρα» πήγαινε ν’ ανάψει το καντήλι και του άφηνε φαγητό. Τη νύχτα «ο πεθαμένος», δειπνούσε.
Στην αρχή όλοι στο χωριό ξαφνιάστηκαν. «Τι σου είναι ο άνθρωπος», «τίποτα δε είμαστε», «σήμερα είσαι, αύριο δεν είσαι», «βρε το παλληκάρι στα καλά καθούμενα» και άλλα πολλά της στιγμής φιλοσοφημένα. Μετά η ζωή πήρε το δρόμο της. Και ο Μητσάρας καλά περνούσε. Όλη μέρα ξάπλα, ουδεμία κούραση και ιδιαιτέρως, ουδεμία στεναχώρια. Η χήρα δεν είχε χρήματα. Ο Μητσάρας είχε φροντίσει να έχει ραμμένο το σακούλι με τις λίρες στην μέσα μεριά του σακακιού του. Κάποια μέρα η «χήρα» αγανάκτησε.
«Τι θα γίνει, βρε άντρα; Έτσι θα ζήσουμε; Εσύ στο χώμα κι εγώ μονάχη στο κρεβάτι; Κοίτα βρες λύση, γιατί θα ξαναπαντρευτώ.» Ταμπλάς του ‘ρθε του Μητσάρα. Έπρεπε να βρει τρόπο να επιστρέψει στους ζωντανούς. Αλλά, δεν πρόλαβε. Ένας χωροφύλακας παρατηρούσε εδώ και μερικές μέρες έναν σκύλο που πήγαινε στον τάφο του Μητσάρα, σκάλιζε το χώμα και μετά έτρωγε. Τι έτρωγε; Τα κόκκαλα του πεθαμένου; Αλοίμονό τους! Να τους εύρει και καμιά αρρώστια! Πήγε στον διοικητή του. «Το και το». Ο διοικητής πρώτα τον αγριοκοίταξε, μετά γέλασε, μετά σοβαρεύτηκε. Σηκώθηκε, φόρεσε το καπέλο του, πήρε μαζί του τους χωροφύλακες και βέβαια κασμάδες και φτυάρια. Ο Μητσάρας ανεστήθη και βρέθηκε καθιστός στης φυλακής τα σίδερα, που είθισται να λένε πως είναι για τους λεβέντες. Είναι όμως και για τους απατεώνες.
Έκλαψε η «χήρα», γονάτισε και ο Μητσάρας και παρακάλεσε τον διοικητή να μείνει το θέμα μεταξύ τους. Πλήρωσε και το χρέος, έδωσε και το κατιτίς του στον κύριο διοικητή, κέρασε κάτι ψιλά τους χωροφύλακες, και γύρισε στο σπίτι του, με κομμένα τα φτερά και την ουρά στα σκέλια.
Διασκεδαστικό και πρωτότυπο.